Ομιλία Παύλου Χρηστίδη, Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής στη Βουλή
Είναι πράγματι μια περίοδος κατά την οποία τα θέματα που κουβεντιάζουμε παράγουν και αναπαράγουν τοξικότητα και διχασμό. Άκουσα για ακόμα μια φορά τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας να αναφέρεται σε μια σειρά ανθρώπων, οι οποίοι προέρχονται από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και δεν το έχουν κρύψει, αλλά ακόμα περιμένω να βρει μια φράση, να πει ονομαστικά για τα μέλη, τους φίλους, τα στελέχη και τους υποψήφιους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι πρωταγωνιστούν στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Και πραγματικά δεν ξέρω σε πόσο μεγάλη τύχη οφείλεται το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, κερδίζει ο ένας μετά τον άλλον, εκτός από πολλά λεφτά μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ, και πολλά λεφτά από τα λαχεία παίζουν. Οι πιθανότητες που έχει κάποιος, βάσει υπολογισμών που κάναμε, είναι περισσότερες να σε χτυπήσει κεραυνός τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ζωής σου, από το να κερδίσεις τρεις φορές σε έναν χρόνο το λαχείο, όπως κέρδισε η κόρη του “Χασάπη”. Και δεν μας κάνει εντύπωση, διότι όσο πράγματι η συζήτηση στην εξεταστική επιτροπή προχωρά, τόσο τα ευρήματα θα έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε όλοι μας ότι στιγμές σαν αυτές στις οποίες καλούμαστε σημαντικές χορηγίες να τις εγκρίνουμε και να τις ενσωματώσουμε στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, είναι στιγμές στις οποίες πρέπει να τις αξιολογούμε και να τις αναδεικνύουμε, προφανώς με γνώμονα την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, τον τρόπο με τον οποίο όλο αυτό το οποίο κάνουν οι ιδιώτες λειτουργεί για τους πολλούς. Και νομίζω ότι σε αυτή την κατεύθυνση οι παρατηρήσεις που έχουμε κάνει και στη συγκεκριμένη συζήτηση αλλά και σε άλλες αντίστοιχες συζητήσεις, είναι παρατηρήσεις που καλό θα ήταν να τις λαμβάνεται υπόψιν σας.
Όπως θα οφείλατε να έχετε λάβει υπ’ όψιν σας όλες τις παρατηρήσεις που έχουμε κάνει, όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, για θέματα που απασχολούν τη ζωή και την καθημερινότητα χιλιάδων συμπολιτών μας, οι οποίοι εκεί έξω εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Πριν από λίγες εβδομάδες, συζητούσαμε σε αυτή εδώ την αίθουσα για τα θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με τα εργασιακά δικαιώματα, για το τι σημαίνει για έναν εργαζόμενο να δουλεύει 13 ώρες την ημέρα, για τις εργασιακές συνθήκες και για τον τρόπο με τον οποίο σήμερα οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας την εργασία τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, διότι, όπως έχουμε πει πάρα πολλές φορές δεν καταγράφονται ούτε οι επαγγελματικές ασθένειες, αλλά έχουμε και έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό εργατικών ατυχημάτων.
Και επειδή την κάναμε πολλές φορές αυτή τη συζήτηση για τα εργατικά ατυχήματα και έχουμε φέρει τα επιχειρήματα γύρω από τον τρόπο με τον οποίο αυτή η κυβέρνηση καταγράφει τα εργατικά ατυχήματα, πολλές φορές, ως τροχαία ατυχήματα, εύχομαι και ελπίζω όλοι να αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει ότι σήμερα χάθηκε με τραγικό τρόπο μία ανθρώπινη ζωή σε ένα εργοτάξιο με πολύ άσχημες συνθήκες. Πόσο τραυματικό είναι αυτό για όλους εμάς, για την οικογένειά του και τους συνάδελφους του, οι οποίοι διαμαρτύρονται σήμερα στα μέσα σταθερής τροχιάς.
Και ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεστε και στην περίπτωση αυτή των εργασιακών ζητημάτων καλλιεργεί διαρκώς ανισότητες. Ανισότητες τις οποίες βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε συνολικά στο πλαίσιο με το οποίο κινείστε. Είναι αυτό το οποίο έχουμε επισημάνει πολλές φορές για το κομμάτι της παιδείας, όπου σήμερα βλέπουμε ότι η επιτροπή που φτιάξατε απορρίπτει μία σειρά από σχέδια, τα οποία έχουν καταθέσει νομικές σχολές μέσα σε εισαγωγικά για προγράμματα σπουδών. Είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο βλέπουμε να απαξιώνεται η δημόσια υγεία. Είναι ο ίδιος τρόπος για τον οποίο συζητούσαμε, πριν από πολύ λίγες ημέρες, κύριε Υπουργέ, για το ζήτημα των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Είχαμε κάνει και τότε μία πολύ μεγάλη συζήτηση και είχαμε επισημάνει ότι το ζήτημα των Ελληνικών Ταχυδρομείων δεν ήταν ένα ζήτημα τεχνικό, αλλά ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό.
Και είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις της σιωπηρής απαξίωσης ενός δημόσιου οργανισμού, για να μπορούν στη συνέχεια κάποιοι να εμφανίζουν ως μονόδρομο την εκχώρηση των πιο κρίσιμων κομματιών τους σε ιδιώτες. Και επειδή αυτό το Σαββατοκύριακο που πέρασε είδαμε δημοσιεύματα σε εφημερίδες, θέλω να πω ότι αυτό το οποίο προκύπτει είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εφαρμόζει ένα μοντέλο εκκαθάρισης – σε λειτουργία – των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Δεν πρόκειται για την αναδιάρθρωση για την οποία συζητούσαμε.
Δεν πρόκειται για την αναδιάρθρωση, την οποία πολλές φορές έχετε υποσχεθεί. Πρόκειται επί της ουσίας για μια μεθοδική αποψίλωση, για κομμάτιασμα και παραχώρηση των φιλέτων της επιχείρησης σε πρόσωπα και εταιρείες που τυγχάνουν της συμπάθειας ή της επιλογής της εκάστοτε διορισμένης διοίκησης. Και θέλω να είμαι πολύ συγκεκριμένος. Ξεπούλημα.
Την ώρα που η κυβέρνηση μιλάει για εκσυγχρονισμό, προχωρά χωρίς κανέναν απολύτως διάλογο και χωρίς καμία απολύτως διαφάνεια, χωρίς αξιολόγηση, στην εκχώρηση των δύο υπερσύγχρονων αυτοματοποιημένων κέντρων διαλογής, στο Κρυονέρι και στο Ωραιόκαστρο. Πρόκειται για εγκαταστάσεις χρηματοδοτούμενες με 55 εκατομμύρια ευρώ του δημοσίου χρήματος, με 120 ρομπότ στη μια περίπτωση και 45 ρομπότ στην άλλη περίπτωση με τεχνητή νοημοσύνη, με δυνατότητα διαλογής χιλιάδων αντικειμένων ανά ώρα.
Ρωτώ: γιατί παραχωρείτε σε ιδιώτες αυτά τα πλέον στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, αυτά τα οποία θα έπρεπε να αποτελούν τον πυρήνα της ανάπτυξης των Ελληνικών Ταχυδρομείων;
Δεύτερον, παραχώρηση πίσω από κλειστές πόρτες. Η προκήρυξη για την οκταετή παραχώρηση αυτών των κέντρων έγινε προφανώς εν κρυπτώ. Δόθηκαν παρατάσεις χωρίς εξηγήσεις. Και όλα αυτά μετά το κύμα οργής για τον ξαφνικό θάνατο των 204 καταστημάτων που οδήγησε στην παραίτηση του κ. Σκλήκα. Και ρωτώ, πώς είναι δυνατόν, εν μέσω κοινωνικής κατακραυγής και διοικητικής αστάθειας, η νέα μεταβατική διοίκηση να συνεχίζει χωρίς να συνέβη τίποτα και να προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει τι συνέβη, ενώ έχουμε πολύ μεγάλα ζητήματα;
Ποιος είναι τελικά εκείνος ο οποίος κυβερνά τα Ελληνικά Ταχυδρομεία; Η κυβέρνηση ή ιδιώτες οι οποίοι παίρνουν αναθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ; Τρίτον, σιωπηρή ιδιωτικοποίηση κρίσιμων υπηρεσιών.
Μέσα σε λίγους μήνες, 20 κέντρα διανομής παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες. Από τα 156 καταστήματα της ΕΛΤΑ Courier απέμειναν μόλις 8. Όλα τα υπόλοιπα έγιναν ιδιωτικά πρακτορεία με το σήμα των ΕΛΤΑ επάνω. Οι μεταφορές ταχυδρομικών αντικειμένων εκχωρήθηκαν σε ιδιωτικές μεταφορικές εταιρείες. Οι χρηματαποστολές ανατέθηκαν σε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας. Το υβριδικό ταχυδρομείο ιδιωτικοποιήθηκε το 2024 και είναι προφανές ότι η κυβέρνηση έδωσε σε γνωστή εταιρεία τη διαχείριση των οικονομικών υπηρεσιών των ΕΛΤΑ για 42 μήνες έναντι 10 εκατομμυρίων ευρώ. Ρωτώ: Γιατί πληρώνει ο φορολογούμενος υπέρογκες αμοιβές σε συμβουλευτικές ομίλους, την ώρα που το προσωπικό των ΕΛΤΑ, έμπειρο και πιστοποιημένο, οδηγείται σε συρρίκνωση και απολύσεις; Τέταρτον, πλήρης εγκατάλειψη της δημόσιας περιουσίας. Αυτό το οποίο λέμε “χρυσά ενοίκια”.
Την ίδια στιγμή που η προηγούμενη διοίκηση εγκατέλειψε τα ιδιόκτητα κεντρικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας και μετέφερε τις υπηρεσίες σε ιδιωτικό κτήριο με ενοίκιο 180.000 ευρώ το μήνα, ρωτώ: Ποιος αποφάσισε ότι τα Ελληνικά Ταχυδρομεία με αρνητικά διαθέσιμα και χρέη μπορούν να πληρώσουν χρυσές ενοικιάσεις αντί να αξιοποιούν τη δικιά τους περιουσία; Πέμπτο, μεθοδεύσεις σε βάρος προσωπικού και προφανώς της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ υποσχόταν ότι δεν θα υπάρξουν απολύσεις, ξεκίνησαν ήδη απολύσεις μόνιμου προσωπικού από καταστήματα τα οποία έχουν κλείσει. Τους κατηγορούν μάλιστα ότι δεν παρέδωσαν και εγκαίρως αλληλογραφία.
Την ίδια ώρα που η διοίκηση είχε απομακρύνει όλο το εποχικό προσωπικό που το διεκπεραίωνε, ζητάει και τα ρέστα. Ρωτώ: Αυτή είναι η μεταρρύθμιση; Η τιμωρία των εργαζομένων που βρέθηκαν χωρίς μέσα, χωρίς στήριξη και χωρίς προσωπικό;Έκτο. Κίνδυνος για τους λογαριασμούς. Γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι οι ορκωτοί ελεγκτές εντοπίζουν ουσιώδη αβεβαιότητα για τη συνέχιση της δραστηριότητας, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα είναι αρνητικά κατά 50 εκατομμύρια ευρώ. Ρωτώ: Μπορεί το κράτος να εγγυηθεί ότι αν αύριο το 10% των δικαιούχων δικαιούχων ζητούσε ανάληψη, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία θα είχαν τη ρευστότητα να το καλύψουν; Ποιος λογοδοτεί; Και πρέπει να μας απαντήσει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Εδώ λοιπόν πρέπει να πω με πολύ καθαρό τρόπο ότι την ίδια ώρα που εμείς συζητάμε για πολλά και διαφορετικά θέματα κατασπαταλάται η δημόσια περιουσία, η περιουσία του ελληνικού λαού. Σχεδόν το σύνολο των υπηρεσιών των ΕΛΤΑ εκτελείται σήμερα από ιδιώτες με αυξημένα τιμολόγια ως και 7%, με ιδιώτες να απομυζούν υπεραξίες χρησιμοποιώντας το brand των ΕΛΤΑ, με τα κτήρια των ΕΛΤΑ, με τις υποδομές που πληρώσαμε όλοι εμείς που πλήρωσαν οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι μέσα σε τρία χρόνια είδαν την περιουσία και την δραστηριότητά τους να αυξάνεται χάρη στην κρατικά χρηματοδοτούμενη συρρίκνωση των Ελληνικών Ταχυδρομείων; Ρωτώ: Ποιοι κερδίζουν από το ξεπούλημα και ποιοι πληρώνουν το κόστος; Γιατί τα ΕΛΤΑ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι μια ακόμη ΔΕΚΟ. Είναι μια δημόσια υπηρεσία που εξυπηρετεί τους πιο απομακρυσμένους συμπολίτες μας, τους ηλικιωμένους στο χωριό, τη μικρή επιχείρηση που στέλνει δέματα, τον συνταξιούχο που περιμένει την σύνταξή του, τους ανθρώπους οι οποίοι πηγαίνουν καθημερινά εκεί. Και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο σας έχουμε πει ότι περιμένουμε απαντήσεις. Τότε που φυγαδεύσατε τον κύριο Σκλήκα.
Περιμένουμε ακόμα απαντήσεις. Να μας πείτε ποιο είναι το σχέδιο σας, γιατί αυτό το οποίο προκύπτει είναι ότι εσείς δεν σκοπεύετε να ανασυγκροτήσετε τα ΕΛΤΑ, αλλά σκοπεύετε να τα ξεπουλήσετε, ενώ εμείς αυτό το οποίο λέμε και το λέμε απευθυνόμενοι και στους υπαλλήλους των Ελληνικών Ταχυδρομείων, σ αυτούς τους περήφανους ταχυδρόμους, οι οποίοι δουλεύουν όλα τα τελευταία χρόνια και σ’ αυτούς που δουλεύουν ακόμα και με αυτές τις μηνιαίες συμβάσεις, αλλά κυρίως προς τους Έλληνες πολίτες που αγωνιούν για τα λεφτά τους, ότι εμείς θα σεβαστούμε με διαφάνεια, με αξιοποίηση του προσωπικού και θα σεβαστούμε τα χρήματα τα οποία πήγαν σε σύγχρονες τεχνολογίες. Οφείλει η κυβέρνηση να δώσει απαντήσεις και είναι προφανές ότι εμείς θα συνεχίσουμε να τις απαιτούμε.






