Σε Άρθρα – Απόψεις


Η σταθερή προοδευτική θέση του ΠΑΣΟΚ για λειτουργία ισχυρών δημόσιων πανεπιστημίων και συμπληρωματικά μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων μετά από τροποποίηση του άρθρου 16, δεν εκφράζει κάποιου είδους μεταφυσική λατρεία στο Κράτος και στο Δημόσιο. Αποτελεί μία πραγματιστική προσέγγιση: η μακραίωνη διεθνής ιστορία των πανεπιστημίων αποδεικνύει ότι τα δημόσια ιδρύματα στην ηπειρωτική Ευρώπη, και κάποια μη κερδοσκοπικά στον αγγλοσαξονικό κόσμο, υπήρξαν οι πλέον επιτυχημένοι φορείς πανεπιστημιακής παιδείας. Το υψηλό επίπεδο διδασκαλίας, το ποιοτικό ακαδημαϊκό προσωπικό και η βασική και εφαρμοσμένη έρευνα απαιτούν είτε υψηλή κρατική χρηματοδότηση είτε συνεχή επανεπένδυση των εσόδων στο ίδιο το ίδρυμα. Όχι, όμως, συνθήκες που να καλλιεργούν την κερδοσκοπία.

Σήμερα, το 80% των Ευρωπαίων φοιτητών και φοιτητριών σπουδάζει σε δημόσια πανεπιστήμια. Αν στο ποσοστό αυτό προστεθούν και όσοι φοιτούν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια ελεγχόμενα από τα κράτη, όπως για παράδειγμα σε Σκανδιναβικές χώρες, το ποσοστό ξεπερνάει το 90%. Στην Ευρώπη και στον κόσμο, τα ιδιωτικά κερδοσκοπικά πανεπιστήμια αποτελούν περιθωριακή μειοψηφία.

Το ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο είναι, ουσιαστικά, δημόσιο πανεπιστήμιο.

Το αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός εκθέτει την κυβέρνηση της ΝΔ και αποδυναμώνει τα επιχειρήματά της.

Πρώτον, εκθέτει την κυβέρνηση για την εμμονική της προσήλωση στο κυπριακό «μοντέλο» ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, «μοντέλο» που αποτελεί την εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα.

Δεύτερον, αποδυναμώνει το επιχείρημά της ότι πρέπει να «τρέξουμε» για να προλάβουμε επιτέλους να εισπράξουμε τα οφέλη, οικονομικά κατά κύριο λόγο, της ιδιωτικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας, που υποτίθεται ότι έχουμε «στερηθεί» λόγω των συνταγματικών περιορισμών του άρθρου 16 του Συντάγματός μας. Συνειδητά η κυβέρνηση αποσιωπά το γεγονός ότι ακόμα και εκεί που οι απαγορεύσεις δεν υφίστανται, το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι αυτό που κυριαρχεί συντριπτικά!

Ως προς το πρώτο, η Κύπρος αποτελεί μία παγκόσμια μοναδικότητα: απέκτησε φοιτητές και φοιτήτριες για πρώτη φορά στις αρχές τις δεκαετίας του ‘90 στα τρία δημόσια πανεπιστήμιά της. Και εν συνεχεία αποφάσισε να επιτρέψει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων που καταλαμβάνουν σήμερα τη μερίδα του λέοντος στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση της χώρας τους. Όμως ποσοστό 50% των Κυπρίων φοιτητών και φοιτητριών συνεχίζουν σήμερα να επιλέγουν τα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Ευρώπης για να σπουδάσουν.

Ως προς το δεύτερο, πράγματι πρέπει να τρέξουμε. Όχι, όμως, για να μη χάσουμε το τρένο της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά για να ενδυναμώσουμε έτι περαιτέρω τα δημόσια πανεπιστήμιά μας· συνιστά προϋπόθεση να συντονιστούν καλύτερα με τις σαρωτικές αλλαγές που φέρνουν στην επιστήμη, στην οικονομία και στην κοινωνία οι τεχνολογικές εξελίξεις στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης, οι παγκόσμιες προκλήσεις της κυβερνοασφάλειας και της προστασίας της ιδιωτικότητας των πολιτών και η αλλαγή της κλιματικής πραγματικότητας. Και όλα αυτά, ταυτόχρονα με τη σταθερή υποστήριξη των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών ώστε, υποστηρίζοντας τα απολύτως «χρήσιμα», να μη λησμονούμε τα «πολύτιμα» μη υποτιμώντας την αξία του σημαντικού ανθρωποκεντρικού έργου των επιστημών αυτών.

Σε ό,τι αφορά στην εικόνα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης της χώρας μας, τα στατιστικά δεδομένα είναι τόσο αποκαλυπτικά, που απογυμνώνουν κάθε προσπάθεια εξωραϊσμού και δημιουργικής λογιστικής.

Σε όλες τις διεθνείς μετρήσεις των οικονομικών δεδομένων η Ελλάδα είναι ουραγός, όχι απλά μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε. αλλά και του ΟΟΣΑ, συγκρινόμενη δηλαδή ακόμα και με χώρες με χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.

Το ΕΜΠ, το ελληνικό πανεπιστήμιο που καταλαμβάνει την υψηλότερη θέση στις διεθνείς κατατάξεις, λειτουργεί με προϋπολογισμό μειωμένο κατά 63.6%, καθηγητικό προσωπικό μειωμένο κατά 36%, άλλο προσωπικό μειωμένο κατά 1.6% και αριθμό σπουδαστών αυξημένο κατά 20.7% την τελευταία 15ετία.

Το Πάντειο έχει προϋπολογισμό μειωμένο κατά 62,8%, τα μέλη ΔΕΠ από 261 το 2010 σήμερα είναι μόλις 190, με την αναλογία καθηγητών – φοιτητών να φτάνει το 1 προς 42.

Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης ανακοίνωσε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η κρατική χρηματοδότηση έχει περικοπεί κατά 58,62% σε σχέση με το 2009, τα μέλη ΔΕΠ έχουν μειωθεί κατά 8,76%, οι άλλες κατηγορίες προσωπικού (ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ, διοικητικοί υπάλληλοι) κατά 22,71%, ενώ την ίδια περίοδο ο αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών αυξήθηκε κατά 39,78%.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παρατιθέμενα στοιχεία, η ωραιοποιημένη εικόνα που παρουσιάζει η κυβέρνηση είναι εκτός πραγματικότητας. Ο ισχυρισμός του Υπουργείου για αύξηση της χρηματοδότησης από τον εθνικό προϋπολογισμό για το έτος 2024 κατά 11 εκατομμύρια, ποσό που ισοδυναμεί με την εμπορική αξία ενός μεγάλου ρετιρέ στο Κολωνάκι, προκαλεί θυμηδία στους ανθρώπους των πανεπιστημίων που μόλις και μετά βίας ανταποκρίνονται στις δαπάνες για το ρεύμα, και τη θέρμανση.

Ακαδημαϊκός χάρτης στη χώρα πρακτικά δεν υφίσταται. Τμήματα δημοσίων πανεπιστημίων ανοίγουν, Τμήματα ενοποιούνται (π.χ. ανθρωπιστικών σπουδών του ΔΠΘ), Τμήματα μεταφέρονται (π.χ. ΔΙΠΑΕ) χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση υποδομών, προσωπικού, χρηματοδότησης, χωρίς σχεδιασμό. Τα περιφερειακά δημόσια πανεπιστήμια της χώρας, άλλοτε βασικός μοχλός υλοποίησης του στρατηγικού στόχου της βιώσιμης περιφερειακής ανάπτυξης με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ πριν από σαράντα χρόνια, αναμένουν το τελειωτικό χτύπημα, μετά τη θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, με την άναρχη εισαγωγή ιδιωτικών δήθεν «μη κερδοσκοπικών» πανεπιστημίων. Φαίνεται πλέον ότι άρρητος στόχος του ανοίγματος στην ιδιωτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση για την κυβέρνηση της ΝΔ, δεν είναι μόνο οι 35.000 Έλληνες φοιτητές που φεύγουν στο εξωτερικό, οι περισσότεροι για μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, αλλά οι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες φοιτητές και φοιτήτριες που σπουδάζουν στην ελληνική περιφέρεια!

Η πανεπιστημιακή έρευνα ασφυκτιά από την υποχρηματοδότηση, τον μη τακτικό ρυθμό προκήρυξης ερευνητικών δράσεων, τον ασφυκτικό γραφειοκρατικό εναγκαλισμό και την υποστελέχωση.

Άραγε απαντά στα προβλήματα του δημοσίου πανεπιστημίου το υπό κατάθεση νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας; Η απάντηση είναι απολύτως αρνητική:

Στην υποχρηματοδότηση, το Υπουργείο απαντά με ένα άθροισμα υφιστάμενων ήδη χρηματοδοτήσεων, δίκην τιμοκαταλόγου.

Ακαδημαϊκός χάρτης με επιστημονικά και αναπτυξιακά κριτήρια στη δημόσια εκπαίδευση όχι απλά δεν δημιουργείται, αλλά πριμοδοτείται η αναρχία και στη νεοεισαγόμενη ιδιωτική εκπαίδευση. Το Υπουργείο Παιδείας, άλλωστε, δεν κρύβει τις προθέσεις του. Στην υπό διαβούλευση αιτιολογική έκθεση του νέου νομοσχεδίου επισημαίνεται: «Τα όρια της φέρουσας ικανότητας των ημεδαπών κρατικών Α.Ε.Ι. να απορροφήσουν την ζήτηση σε συγκεκριμένες ακαδημαϊκές διαδρομές υψηλής ζήτησης (νομική, ιατρική, πολυτεχνικές σπουδές, εξειδικευμένες οικονομικές σπουδές), λειτουργούν ως παράγων για την μετοίκηση Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό». Αντί, λοιπόν, να σχεδιάσει και να ρυθμίσει, η κυβέρνηση επιδιώκει να δημιουργηθούν στην Αθήνα, ίσως και στη Θεσσαλονίκη, και άλλες ιατρικές σχολές, και άλλες νομικές σχολές, και άλλες φαρμακευτικές σχολές, και άλλα πολυτεχνεία, αλλά αυτή τη φορά ιδιωτικά. Σκοπός της κυβέρνησης της ΝΔ είναι μόνο να ικανοποιήσει τη «ζήτηση». Όχι τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας με προοπτική και ελπίδα.

Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της ερευνητικής προσπάθειας μέσω των ΕΛΚΕ, το ν/σ, ένα μόλις χρόνο μετά τον νόμο Κεραμέως με τα 489 άρθρα, παραθέτει για ακόμα μία φορά σειρά ασαφών και αβέβαιης αποτελεσματικότητας ρυθμίσεων που δεν αντιμετωπίζουν τον πυρήνα του προβλήματος, περιλαμβάνοντας ένα σύνολο χρονοβόρων πολύπλοκων γραφειοκρατικών διαδικασιών που οδηγούν τους ερευνητές και τις ερευνήτριες σε αδιέξοδα και καταπνίγουν κάθε προσπάθεια για καινοτομία.

Όμως όλα αυτά τα αυτονόητα δεν είναι αρκετά.

Οφείλουμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Και η μεγάλη εικόνα δεν εξαντλείται στα δεσμά που κρατάνε πίσω το ελληνικό πανεπιστήμιο. Αν περιοριστούμε σε αυτά, είναι σαν να ανεβαίνουμε στη μέση μίας σκάλας για να δούμε τι συμβαίνει. Η θέα μας παραμένει μοιραία περιορισμένη. Θέλουμε, οφείλουμε και πρέπει να ανέβουμε  στην κορυφή της σκάλας.

Από εκεί μπορούμε να δούμε όλη τη βιοτική τροχιά των νέων Ελληνίδων και Ελλήνων.

Όχι μόνο το πανεπιστήμιο, που αποτελεί την κατάληξη του προβλήματος.

Θα δούμε το πριν, τους προηγούμενους κρίκους: μία δημόσια σχολική εκπαίδευση να μαστίζεται από προβλήματα υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης, συγκεντρωτισμού με πρωταγωνιστή όλων των αποφάσεων για κάθε σχολείο της χώρας το Υπουργείο Παιδείας. Θα δούμε αγχωμένους γονείς να ματώνουν οικονομικά για να εξασφαλίσουν καλύτερες εκπαιδευτικές προοπτικές στα παιδιά τους στο ιδιωτικό σχολείο εκτοξεύοντας τις ιδιωτικές δαπάνες παιδείας. Θα δούμε ένα φροντιστήριο που έχει εξελιχθεί από έναν φορέα «παραπαιδείας» σε έναν ξενιστή που έχει πλέον συγχωνευτεί με το επίσημο σχολείο, έχει επιβάλει τις εκπαιδευτικές νόρμες της αποστήθισης, των τυποποιημένων μαθησιακών διαδικασιών και μιας προκαθορισμένης πορείας με έναν αποκλειστικό στόχο: την επιτυχία στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Θα δούμε εξαντλημένους εκπαιδευτικούς. Θα δούμε μαθητές και μαθήτριες να φτάνουν στο τέρμα της σχολικής τους διαδρομής και να διαβαίνουν το κατώφλι των πανεπιστημίων ψυχικά εξουθενωμένοι από ένα ακραία ανταγωνιστικό σύστημα υψηλού άγχους και χαμηλής αποδοτικότητας, όπως δείχνουν οι επιδόσεις στον διαγωνισμό PISA, με επικέντρωση όχι στην πραγματική πολύπλευρη παιδεία τους, αλλά στη χρησιμοθηρία ενώπιον του μόνου στόχου: την επιτυχία στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.

Θα δούμε και το μετά: μία αγορά εργασίας με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας νεαρών πτυχιούχων στην Ευρώπη των 27 να υπερβαίνει το 30%. Tο CEDEFOP να προδιαγράφει στην αναφορά του για την εξέλιξη της αγοράς εργασίας με ορίζοντα το 2035 μείωση απασχόλησης μέχρι το 2030, στατικότητα της ζήτησης σε πτυχιούχους και έλλειψη σε ανειδίκευτους εργαζομένους. Δεδομένα που δείχνουν ότι τα επόμενα 15 χρόνια περισσότεροι εργαζόμενοι υψηλής και μέσης ειδίκευσης θα υποαπασχολούνται ως ανειδίκευτοι εργαζόμενοι. Ένα περιβάλλον δηλαδή ματαιωμένων προσδοκιών για τους νέους πτυχιούχους μας που θα ανατροφοδοτεί ξανά τη φυγή προς το εξωτερικό.

Και υπάρχουν τρία στοιχεία που έπρεπε να έχουν ήδη ανησυχήσει την κυβέρνηση της ΝΔ.

Όπως αποτυπώνεται σε μελέτη του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, από το 2018 η Ελλάδα βρίσκεται στην 3η θέση μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ στην «κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων», δηλαδή στην απασχόληση πτυχιούχων σε θέσεις εργασίας που δεν απαιτούν πτυχίο: ποσοστό 33,9% των πτυχιούχων εργάζεται σε θέσεις που δεν απαιτούν κατοχή πτυχίου, μία στρέβλωση που δεν έχει παροδική τάση αλλά σταθερά αυξητική και η οποία μάλιστα δεν αφορά περιορισμένο αριθμό παραγωγικών κλάδων, αλλά σχεδόν το σύνολό τους.

Με βάση την ίδια μελέτη, όσον αφορά την «οριζόντια αναντιστοιχία δεξιοτήτων», δηλαδή εν πολλοίς την ετεροαπασχόληση, το 31,2% των εργαζομένων αποφοίτων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ εργάζονται σε θέσεις μη συναφούς γνωστικού αντικειμένου με τις σπουδές τους.

Σε άλλη μελέτη του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ του Νοεμβρίου 2020, αναφέρεται ότι από τους αποφοιτήσαντες από τα ΙΕΚ τη διετία 2017-2018, ποσοστό 23,9% ήταν ήδη απόφοιτοι Πανεπιστημίων ή ΤΕΙ και μάλιστα ποσοστό 4,8% των αποφοίτων ήταν ήδη κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών

Αν η Κυβέρνηση δεν απέφευγε συστηματικά την ειλικρινή διαβούλευση, δηλαδή ουσιαστικά αν δεν ήταν αλλεργική στον δημόσιο διάλογο, αυτά θα ήταν τα ζητήματα που θα απασχολούσαν την επικαιρότητα για ταχεία αναζήτηση ώριμων λύσεων. Αυτά θα ήταν τα πεδία στα οποία θα επιδιωκόταν και θα καλλιεργούνταν συνθήκες ευρείας ώριμης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης. Ο σχεδιασμός του ελληνικού πανεπιστημίου θα εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο που θα περιλάμβανε το σχολείο, την ανάπτυξη της μεταδευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, τα πανεπιστήμια, τη συναρμογή θεωρίας και εφαρμογής δια της συνεργασίας πανεπιστημίων και υγιών παραγωγικών δυνάμεων του τόπου, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο. Και όλα αυτά υπό το φως του οράματος για την Ελλάδα του 21ου αιώνα με ελπίδα και προοπτική.

Αντ’ αυτών, το τελευταίο εξάμηνο παρακολουθούμε ένα θέατρο του παραλόγου με επιλεκτικές διαρροές, καλλιέργεια κλίματος και non paper μεταμφιεσμένων σε ρεπορτάζ με έναν και μόνο σκοπό: “business as usual” με κερδοσκοπικά funds να κάνουν ρεσάλτο και στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση της χώρας, με την αρωγή και τις συνειδητές ευλογίες της κυβέρνησης. Που μέχρι τον χειμώνα του 2023 παραδεχόταν ότι απαιτείται τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος για ιδιωτικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, αλλά έξαφνα μετά τις εκλογές ανακάλυψε ότι μπορεί να προχωρήσει και χωρίς τροποποίηση. Από ποιες άραγε δυνάμεις πιέζεται η κυβέρνηση της ΝΔ που απαιτούν άμεση δραστηριοποίηση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση της χώρας; Είναι «μη κερδοσκοπικές» οι δυνάμεις αυτές;

Και όμως υπάρχει άλλος δρόμος.

Ένας δρόμος που απαιτεί καθαρή ανοιχτή διαβούλευση, γενναίες θεσμικές αποφάσεις, πολιτικές δεσμεύσεις και σαφή χρονοδιαγράμματα αποτελεσματικής υλοποίησης.

Τα δημόσια Πανεπιστήμια της χώρας μπορούν να αποτελέσουν αναντικατάστατες δομές απελευθέρωσης της αναπτυξιακής δυναμικής του τριγώνου της γνώσης «εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία» και ταυτόχρονα ακύρωσης του νοσηρού εθνικού τριγώνου της κρίσης «ανύπαρκτο παραγωγικό μοντέλο – ελλείμματα – χρέη», πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργούν εξωστρεφώς, διεθνοποιημένα, σε περιβάλλον αξιοκρατίας, με σταθερό προσανατολισμό στην αναβάθμιση της ακαδημαϊκής αριστείας.

Ο δρόμος που εμείς προτείνουμε περιλαμβάνει τέσσερα ορόσημα:

·         Αντί μίας τεκμηριωμένα αμφιλεγόμενης νομοθετικής παράκαμψης του Συντάγματος, την έναρξη ενός θεσμοθετημένου διαλόγου και τη δρομολόγηση της αναθεωρητικής διαδικασίας για το άρθρο 16 του Συντάγματος, που θα επιτρέψει την ίδρυση μη κερδοσκοπικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων ενσωματώνοντας ρυθμίσεις και περιορισμούς ακολουθώντας το πετυχημένο παράδειγμα Σκανδιναβικών χωρών.

·         Αντί της υποχρηματοδότησης, πολιτική δέσμευση για αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης στην Παιδεία στο 5% του ΑΕΠ και αύξηση της χρηματοδότησης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση στο ποσοστό του 1,5%, δηλαδή στο διπλάσιο του μέσου όρου των κρατών του ΟΟΣΑ.

·         Αντί της υποστελέχωσης στα πανεπιστήμια, την αύξηση της αναλογίας φοιτητών – μελών ΔΕΠ από το θλιβερό 1:30 που ισχύει σήμερα στο 1:13, στον μέσο όρο δηλαδή των χωρών της Ε.Ε, μέσω των αναγκαίων σημαντικών προσλήψεων διδακτικού προσωπικού, όχι απλώς καλύπτοντας με προκηρύξεις τις αφυπηρετήσεις κάθε χρόνο, που ούτε αυτό γίνεται σήμερα.

·         Την εξάλειψη του ασφυκτικού γραφειοκρατικού εναγκαλισμού των πανεπιστημίων από το κράτος, σε πλαίσιο ώριμης λογοδοσίας, κατά τρόπο ώστε η διαδικασία εξασφάλισης των πόρων που κατευθύνονται στην εκπαίδευση και την έρευνα να εξομοιωθεί με εκείνη της Ε.Ε..

Παράλληλα με αυτούς τους στόχους, το δικό μας στρατηγικό πλαίσιο ανάπτυξης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με στόχο το ποιοτικό πανεπιστήμιο μοχλό ανάπτυξης της χώρας διαρθρώνεται στους ακόλουθους άξονες:

·         Την επανασύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ).

·         Την ψήφιση ενός νέου νόμου, πραγματικά «πλαισίου», που θα απελευθερώνει τις δυνάμεις στα πανεπιστήμια: θα καθορίζει μεν ο νόμος τις κεντρικές επιλογές στο πλαίσιο της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας, αλλά θα καταργεί την ισοπεδωτική μονοτυπία που θεσμικά έχει επιβάλει ο νόμος Κεραμέως, ενώ θα εξασφαλίζει στο κάθε ίδρυμα την ελευθερία να εξειδικεύει τις λεπτομέρειες της λειτουργίας του μέσω εσωτερικών κανονισμών οργάνωσης και λειτουργίας.

·         Τη χάραξη ενός νέου ακαδημαϊκού χάρτη.

·         Την ανάπτυξη σαφώς προσδιορισμένων κανόνων χρηματοδότησης της λειτουργίας των ιδρυμάτων σε επίπεδο τετραετίας, ώστε κάθε ίδρυμα να μπορεί να κάνει το δικό του προγραμματισμό, να θέτει τους δικούς του ποσοτικοποιημένους στόχους και σύμφωνα με αυτούς να αξιολογείται.

·         Τη χρηματοδότηση ενός ευρύτατου προγράμματος ταχείας κατασκευής φοιτητικών εστιών, σε συνδυασμό και με άλλες εναλλακτικές πολιτικές ενίσχυσης της στέγασης φοιτητών και φοιτητριών, με έμφαση στα νησιά ως ακαδημαϊκή ρήτρα νησιωτικότητας, αλλά και στην υπόλοιπη περιφέρεια, για την προστασία των οικονομικά αδυνάτων που επιθυμούν να σπουδάσουν και να ενταχθούν στην ανοδική κοινωνική και πολιτισμική κινητικότητα.

Πληκτρολογήστε και πατήστε το enter.