Σε Άρθρα – Απόψεις

Η συζήτηση για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας και έχει αποτελέσει πεδίο συγκλίσεων, αλλά και διαφωνιών ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Το ΠΑΣΟΚ, εδώ και δύο δεκαετίες, είχε κατονομάσει τα βασικά χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχει αυτό το μοντέλο μιας «Πράσινης, δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης» που θα εγγυάται την ευημερία των πολλών. Για αυτές τις θέσεις του είχε τότε λοιδορηθεί από τους αντιπάλους του.

Η δημοσιονομική κρίση και η περίοδος της επώδυνης προσαρμογής που ακολούθησε, έθεσαν με πιο επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της αναθεώρησης ενός μοντέλου ανάπτυξης που είχε καταρρεύσει. Παρά την κοινή διαπίστωση, όμως, δεν υπήρξαν οι πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις μιας τέτοιας αλλαγής και μετάβασης.  

Την ίδια περίοδο, μια παρεμφερής συζήτηση εξελισσόταν σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς το μοντέλο που είχε επικρατήσει προωθούσε την ανάπτυξη, χωρίς να εγγυάται ούτε τη βιωσιμότητα, ούτε την ευημερία της κοινωνίας. Οι εξελίξεις, μοιραία, έλαβαν τα τελευταία χρόνια τη μορφή δράσεων με επιτακτικό και επείγοντα χαρακτήρα, τόσο λόγω της κλιματικής κρίσης, όσο και λόγω της πανδημίας, των γεωπολιτικών προκλήσεων-με αποκορύφωμα την ενεργειακή κρίση-αλλά και της ψηφιακής επανάστασης που έχει περάσει σε νέα φάση λόγω της εκρηκτικής εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης.

Για την Ελλάδα, παρουσιάστηκε ως ευκαιρία ζωής η απόφαση της Ευρώπης να προχωρήσει στη στρατηγική επιλογή της δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όσο και αν οι αποδέκτες του στην Ελλάδα είναι κυρίως λίγοι και ισχυροί όμιλοι. Στόχος της στρατηγικής αυτής  ήταν να δημιουργηθεί μια Ευρώπη πιο «πράσινη», πιο ψηφιακή, με ανθεκτικές δομές υγείας, πιο ισχυρή κοινωνικά και με περισσότερη ισότητα. Μια στρατηγική, δηλαδή, επαναπροσδιορισμού του αναπτυξιακού μοντέλου ώστε να γίνει πραγματικά βιώσιμο, με ισόρροπη και παράλληλη ανάπτυξη των τριών πυλώνων που στηρίζουν την έννοια της βιωσιμότητας, δηλαδή του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Αυτό που αντιλήφθηκε η Ευρώπη ως αναγκαιότητα, για μας στο ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη πεποίθηση και εξελίχθηκε σε επεξεργασμένη προγραμματική πρόταση. Μια πρόταση για ένα πρότυπο ανάπτυξης που θα διαχέεται σε όλους, θα έχει εγχώρια προστιθέμενη αξία και εξωστρέφεια. Στόχος μας ένα πολυδιάστατο παραγωγικό μοντέλο, με ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και  διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Κρίσιμο και καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια έχει η επένδυση στην έρευνα, την εκπαίδευση, την τεχνολογία, την καινοτομία, κυρίως όμως το ανθρώπινο δυναμικό.

Γιατί το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί πλεονέκτημα για τη χώρα, μαζί με  τη γεωγραφική της θέση και την πολιτιστική της κληρονομιά. Σημαντικό μειονέκτημα, εκτός από την (ηλεκτρονική πλέον) γραφειοκρατία και την αργή απονομή δικαιοσύνης η υστέρηση στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και των επιχειρήσεων. Είναι ενδεικτικό, ότι με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία (2022) του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, μόνο το 39% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων παρουσιάζουν βασικό, τουλάχιστον, επίπεδο ψηφιακής έντασης έναντι 55% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ.

Η χώρα μας θα πρέπει να προχωρήσει ταχύτατα στην «πράσινη μετάβαση», με τη δημιουργία δικτύων μεταφοράς και σταθμών αποθήκευσης της ενέργειας και το κόστος της μετάβασης να επιμερίζεται δίκαια και μέσα από το συμμετοχικό μοντέλο της ενεργειακής δημοκρατίας. 

Η μεγαλύτερη, όμως, πρόκληση είναι ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μας προτύπου, ώστε να γίνει πολυδιάστατο και να βασιστεί σε περισσότερους πυλώνες από αυτόν του τουρισμού και του real estate, που τείνει να λάβει το χαρακτήρα «μονοκαλλιέργειας» εκτεθειμένης στις διάφορες διακυμάνσεις της αγοράς, σε γεωπολιτικές αναταράξεις και στις συνέπειες φυσικών καταστροφών, όπως έγινε πρόσφατα στη Ρόδο. Ο πρωτογενής τομέας  και η μεταποίηση θα πρέπει να αποτελέσουν τους νέους ισχυρούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, που θα λειτουργούν σε διασύνδεση με τον τουριστικό τομέα, προωθώντας την ποιότητα και αναπτύσσοντας την καινοτομία, με κανόνες αειφορίας και προστασίας του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.

Η πρωτοφανής καταστροφή από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, αναδεικνύει την ανάγκη θωράκισης των υποδομών, ώστε να μετριάζονται οι επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών στις παραγωγικές περιοχές της χώρας και στις υποδομές, αλλά και να διασφαλίζεται η διατροφική επάρκεια, καθώς τα ακραία φαινόμενα θα τείνουν να αποτελούν τη νέα «κανονικότητα» της κλιματικής κρίσης.

Οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και τα χρηματοδοτικά εργαλεία είναι σημαντικά, υπό την προϋπόθεση ότι πέρα από την «εργαλειοθήκη» της ανάπτυξης, απαιτείται και ένα «αρχιτεκτονικό σχέδιο», που να αποτελεί προϊόν εθνικής διαβούλευσης μεταξύ των φορέων της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Ένα σχέδιο που θα εδράζεται στην αναδιοργάνωση του κράτους, ως αξιόπιστου και αποτελεσματικού θεσμού που εγγυάται την ισονομία και την ισοπολιτεία.

Δυστυχώς, η ευκαιρία που δόθηκε στην Ελλάδα μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης, βρέθηκε από την πρώτη στιγμή αντιμέτωπη με τις παθογένειες ενός χρεοκοπημένου πολιτικού μοντέλου πελατειακού σχεδιασμού, με αδιαφάνεια και αποκλεισμούς που υπονομεύει αυτή την μετάβαση και αποκλίνει σοβαρά από τους στόχους της.

Το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε ένα μοντέλο ανθεκτικής οικονομίας και κοινωνίας και όχι ένα μοντέλο μιας «ανθεκτικής ελίτ», γιατί ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι βιώσιμο και γιατί οι ακραίες ανισορροπίες του μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο όχι μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα.

Η Ελλάδα μπορεί. Η κυβέρνηση;

Πληκτρολογήστε και πατήστε το enter.

Παρέμβαση Νάντιας Γιαννακοπούλου στη Βουλή για τις δηλώσεις Ερντογάν