Τοποθέτηση του Σταύρου Μιχαηλίδη, Βουλευτή Χίου & υπεύθυνου Κ.Τ.Ε. Ναυτιλίας ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής για το Λιμάνι Θεσσαλονίκης
Καλείται σήμερα το Σώμα να κυρώσει την από 24 Μαΐου 2024 Συμφωνία Τροποποίησης της από 2 Φεβρουαρίου 2018 Σύμβασης Παραχώρησης αναφορικά με τη Χρήση και την Εκμετάλλευση Ορισμένων Χώρων και Περιουσιακών Στοιχείων εντός του Λιμένος Θεσσαλονίκης, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης ΑΕ, της οποίας η αναγκαιότητα, όπως έχει περιγραφεί από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, έγκειται στην εφαρμογή του ν. 4938/2022 και πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 156, κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, την 547/2022.
Και αναφέρομαι σε αυτή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι στο σκεπτικό της βασίστηκε όλο το οικοδόμημα της τροποποίησης για άλλη μια φορά της Σύμβασης που έχουμε σήμερα μπροστά μας, σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει ειλημμένες αποφάσεις για την τροποποίηση του κομβικού για τη χώρα μας Λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Προφασίζεται, λοιπόν, η Κυβέρνηση την 547/2022 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για να δικαιολογηθεί ή να αιτιολογήσει τις ενέργειές της.
Πόσο παράλογο είναι να σταθούμε απέναντι, ως ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής σε αυτή την τρίτη τροποποίηση του νόμου που κύρωσε τη Σύμβαση μεταξύ Δημοσίου και Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης Α.Ε.;
Δεδομένου, λοιπόν, ότι το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχει σαφής θέση για τη διαχείριση των λιμενικών μας υποδομών και η πολιτική μας έχει γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και μόνο την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναδείξουμε τον προβληματισμό μας.
Ο προβληματισμός μας εδράζεται σε ενδελεχή μελέτη των δεδομένων της ιστορίας παραχώρησης του Λιμένα Θεσσαλονίκης, της στάσης του ΠΑΣΟΚ σε κάθε νομοθετικό βήμα που αφορούσε την παραχώρηση, καθώς και σε στέρεα επιχειρήματα για τις λάθος κινήσεις που οδήγησαν στην υπό εξέταση τροποποίηση της σύμβασης παραχώρησης.
Το ιστορικό της παραχώρησης του Λιμένα Θεσσαλονίκης είναι σημαντικό να το αναφέρουμε, ώστε να κατανοήσουμε σε βάθος το υπό εξέταση νομοσχέδιο.
Υπενθυμίζω, λοιπόν, ότι το 2001 υπογράφηκε η σύμβαση παραχώρησης του Ελληνικού Δημοσίου προς τον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης για σαράντα χρόνια. Ήταν τότε που η Κυβέρνηση τα πολύ μεγάλα λιμάνια διεθνούς σημασίας τα παραχωρούσε στις τότε νεοϊδρυόμενες ανώνυμες εταιρείες. Το 2009 τροποποιεί αυτή τη σύμβαση. Το 2011 το ΤΑΙΠΕΔ μέσα στην κρίση αποκτά το 74,27% του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης. Το 2014 το διοικητικό συμβούλιο του ΤΑΙΠΕΔ πουλά το 67% των μετοχών του Οργανισμού Θεσσαλονίκης στη South Europe Gateway Thessaloniki. Το 2018 κυρώνεται αυτή η σύμβαση και το 2022 και 2023, δηλαδή σε λίγους μήνες, έχουμε δύο τροποποιήσεις.
Πραγματικά δικαιώνεται πολύ γρήγορα η θέση του ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής ότι η Κυβέρνηση σε αυτόν τον τομέα δεν έχει εθνική στρατηγική λιμενικής πολιτικής.
Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας αυτό το ιστορικό τροποποιήσεων και δεδομένης της απόφασης 547 που ανέφερα, για την οποία πρέπει να σημειωθεί ότι εκδικάστηκε το θέμα μιας ένστασης που αφορούσε το λιμάνι του Πειραιά και λήφθηκε απόφαση το 2021 και επειδή άργησε να καθαρογραφεί, δημοσιεύτηκε το 2022. Ο ν. 4938 που επιβάλλει την έκδοση προεδρικού διατάγματος για την έγκριση του master plan και μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων υιοθετήθηκε το 2022, αργότερα από την έκδοση της απόφασης του ΣΤΕ.
Το πρώτο, λοιπόν, ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η σύμβαση η σημερινή που συζητάμε δεν έχει έρθει νωρίτερα, έστω κι ένα χρόνο πριν, ιδιαίτερα όταν έχουν προηγηθεί δύο τροποποιήσεις, μία το 2022 και μία το 2023; Τι σας εμπόδισε και δεν το φέρατε;
Γιατί δεν μας παρουσιάζετε ακριβώς τι γίνεται αυτή τη στιγμή στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης σε επιχειρησιακό επίπεδο; Ποια εμπόδια θέτει ο παραχωρησιούχος; Έχει την απαιτούμενη ρευστότητα να προβεί σε επενδύσεις ή η μια πλευρά καλύπτει την άλλη και η Κυβέρνηση την ανικανότητα να υλοποιήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις αναφορικά με την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου προς το λιμάνι ή τη σύνδεση οδικά με την ΠΑΘΕ και την ΕΓΝΑΤΙΑ και έρχεται ο επενδυτής τώρα να καλύψει τις αδυναμίες του πάνω στην κυβερνητική ανικανότητα;
Ποιος είχε έξι χρόνια την αρμοδιότητα να παρακολουθεί την πορεία της εξέλιξης του έργου και σε τι ενέργειες προέβη για την έγκαιρη αντιμετώπιση των εμποδίων που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο; Το ΤΑΙΠΕΔ πλέον, το Υπερταμείο ή το Υπουργείο Ναυτιλίας ή άλλες αρχές;
Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων δεν υπάρχει. Γιατί δεν υπάρχει; Μήπως εντάσσεται η κατάργησή της ουσιαστικά για τη διευκόλυνση τέτοιων μεθοδεύσεων; Όποιος έχει στοιχειώδη γνώση παρακολούθησης έργων γνωρίζει καλά ότι σε περιπτώσεις παρεκκλίσεων και σχετικών μελετών εκτίμησης ρίσκου, οι ανάδοχοι μπαίνουν σε καθεστώς τύπου «στενής επιτήρησης» πριν φτάσει η κατάσταση σε ρήτρες και αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων. Ποιος φορέας είχε τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα και σε τι ενέργειες προέβη κατά τη διάρκεια των έξι ετών;
Κατ’ επέκταση, ποιος φορέας έχει εγκρίνει τις παρακάτω προβλέψεις, ώστε να μας απαντήσει και στα σχετικά ερωτήματα;
Στο κεφάλαιο Α΄ του νομοσχεδίου αναφέρεται: «Η αλλαγή αυτή (αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας) επιβάλλει την παροχή πενταετούς παράτασης των υποχρεώσεων του επενδυτή, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος υλοποίησης των έργων αφ’ ότου αυτά εγκριθούν». Κομβικής σημασίας, λοιπόν, είναι να καθοριστεί επακριβώς η χρονική στιγμή που ενεργοποιείται η παράταση των υποχρεώσεων.
Το «αφ’ ότου αυτά εγκριθούν» παραπέμπει στην ημερομηνία έκδοσης προεδρικού διατάγματος και πότε καθορίζεται και πώς καθορίζεται πότε αυτό χρονικά θα εκδοθεί; Εδώ είμαστε να δούμε πότε και αν και πώς θα κυλήσει αυτή η πενταετής παράταση που δίνεται.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν δεν λάβει η Κυβέρνηση σοβαρά και δεν ενσκήψει σωστά πάνω στο θέμα των λιμανιών, οι παρατάσεις που δίνονται δεν θα είναι ούτε αυτές αρκετές για την υλοποίηση των συμβατικών υποχρεώσεων με σοβαρό αντίκτυπο σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Στο κεφάλαιο Β΄του νομοσχεδίου αναφέρεται, επίσης, ότι όλες οι τροποποιήσεις των εγκεκριμένων οριστικών μελετών επί των υποχρεωτικών επενδύσεων κατά τη διάρκεια του κατασκευαστικού έργου λαμβάνουν την έγκριση του ανεξάρτητου μηχανικού, καταγράφονται στη λίστα τροποποιήσεων εγκεκριμένης οριστικής μελέτης όπου συντάσσεται από κοινού και συνυπογράφεται από την Οργανισμός Λιμένος Α.Ε. και τον ανεξάρτητο μηχανικό πριν την διενέργεια της προσωρινής παραλαβής του έργου και διαβιβάζονται για ενημέρωση στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας μετά το τέλος της προσωρινής παραλαβής του έργου.
Γιατί, λοιπόν, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας λαμβάνει τις τροποποιήσεις των εγκεκριμένων οριστικών μελετών των υποχρεωτικών επενδύσεων; Μόνο για ενημέρωση; Πού πάνε οι όποιες προϋποθέσεις της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει της αναγκαιότητας των οποίων προέκυψε και η 547 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας;
Επιβάλλεται, λοιπόν, να τονίσουμε ότι από τα μέχρι σήμερα δεδομένα για την πορεία υλοποίησης της συγκεκριμένης σύμβασης ότι δεν θα τηρηθεί και το νέο χρονοδιάγραμμα μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα για τους στόχους που έχουν τεθεί.
Επιπρόσθετα, αναφέρεται στο κεφάλαιο Β΄του νομοσχεδίου: «Για τον λόγο αυτό υιοθετείται η ευέλικτη διαδικασία τροποποιήσεων οριστικών μελετών που εφαρμόζονται στην περίπτωση του Λιμένος Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 4404/2016».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με την τροποποίηση δίνουμε τη δυνατότητα fast track διαδικασιών στον συγκεκριμένο ανάδοχο. Το ερώτημα που προκύπτει είναι και έχοντας υπ’ όψιν τη διασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των λιμένων γιατί δεν υιοθετείτε τις ίδιες διαδικασίες που βοηθούν όλο το καθεστώς του λιμενικού συστήματος, αλλά το υιοθετείτε μόνο για τον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης;
Πού είναι η εθνική πολιτική για την ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό των λιμανιών, η οποία θα είναι και απόρροια ενός εθνικού διαλόγου και διαβούλευσης, όπως από δεκαετίες το ζητάμε εμείς ως ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής;
Ερωτήματα, επίσης, προκύπτουν και για προβλέψεις νόμου που εσείς οι ίδιοι νομοθετήσατε, ενώ ήταν γνωστό ότι είχε ληφθεί η προαναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και πιο συγκεκριμένα αναφέρομαι στην τροπολογία που φέρατε στον ν. 4938/2022 στο άρθρο 5 με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων σχεδιασμού και ανάπτυξης λιμένων», όπου προβλέπεται -αναφέρω ακριβώς τι αναφέρει αυτή η τροπολογία που φέρατε το 2022-: «Η διαδικασία της περίπτωσης α΄…» (αναφέρεται στην έκδοση προεδρικού διατάγματος) «…εφαρμόζεται και για κάθε αναθεώρηση ή ουσιώδη τροποποίηση των αναπτυξιακών προγραμμάτων και των μελετών διαχείρισης λιμένων master plan των λιμένων διεθνούς ενδιαφέροντος ή εθνικής σημασίας.
Κατ’ εξαίρεση, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ύστερα από γνωμοδότηση της ΕΣΑΛ, μπορεί να επέρχονται μεμονωμένες και μη ουσιώδεις τροποποιήσεις σε αναπτυξιακά προγράμματα και τις μελέτες διαχείρισης λιμένα master plan και των πιο πάνω λιμένων. Για τις τροποποιήσεις αυτές δεν απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, εφόσον κατά τον ίδιο διενεργούμενο περιβαλλοντικό έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.».
Γιατί δεν επιλέξατε αυτή τη διαδικασία και μπαίνουμε σήμερα σε όλες αυτές τις περιπέτειες ως αφορμή για να δοθούν αυτές οι υπερβολικές παρατάσεις;
Κύριοι της Κυβέρνησης, από όλα αυτά που συμβαίνουν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν από τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των έργων στο δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας τόσο ιδιαίτερης και σπουδαίας γεωπολιτικής σημασίας, δεν μας λέτε τι κόστος, γενικότερο κόστος, προκύπτει για το δημόσιο συμφέρον. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για τις τροποποιήσεις, τις παρατάσεις, του Κεφαλαίου Α’, όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις αναφέρει: «Προκαλείται ενδεχόμενη μείωση εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού τόσο από το αντάλλαγμα παραχώρησης της ΟΛΘ προς το ελληνικό Δημόσιο όσο και από το μέρισμα που εισπράττει το Δημόσιο ως μέτοχος της ΟΛΘ».
Είμαστε της λογικής, κύριε Υπουργέ, να επιταχύνονται οι διαδικασίες στα κρίσιμα για το εθνικό συμφέρον έργα και την ανάπτυξη. Το έχουμε αποδείξει και κοινοβουλευτικά αλλά με διαφάνεια με σοβαρότητα και την κατάλληλη στιγμή, όχι στο «και πέντε».
Τι σας εμπόδισε; Τι προσκόμματα δημιουργεί ο επενδυτής; Ποια είναι τα πορίσματα της παρακολούθησης του έργου, αν υπάρχει τέτοια επιτροπή;
Είναι ολοφάνερο ότι δεν υπάρχει φορέας παρακολούθησης και ελέγχου των συμβάσεων εκποίησης των λιμανιών. Σε κάθε τέτοια συζήτηση σε αυτή την αίθουσα, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής υπερτονίζει την επιτακτική ανάγκη διαχωρισμού των αξόνων Παραχώρηση και Εκμετάλλευση των λιμενικών υποδομών από τη δημόσια Αρχή λιμένος.
Για άλλη μια φορά δικαιώνεται αυτή η πολιτική που προτείνουμε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ολοφάνερο ότι ο επενδυτής ταυτίζεται με τις αρμοδιότητες που έπρεπε να εξασφαλίζονται σε μια δημόσια Αρχή λιμένος. Κανένας έλεγχος, πάμε και εδώ όπου βγει.
Μετά από επτά χρόνια διαχείρισης του λιμανιού, ούτε τα ελάχιστα επίπεδα διαχείρισης φορτίου δεν επιτεύχθηκαν. Για να γίνει πιο κατανοητό, αν και πέρασαν έξι χρόνια, προβλέπεται μετά από άλλα πέντε να φτάσουν τα ποσά διακίνησης φορτίων στα 3.800.000 τόνους το χρόνο. Και δεν αναφερόμαστε μόνο σε φορτία που εισάγει η χώρα μας ή οι χώρες των Βαλκανίων, αλλά είναι και αυτά τα οποία εξάγονται από εμάς και από χώρες των Βαλκανίων, δηλαδή είναι μισό βαπόρι την εβδομάδα. Μισό βαπόρι την εβδομάδα!
Στη δεύτερη φάση που θα πάει στα 4.000.000 τόνους, δηλαδή 0,75 βαπόρια την εβδομάδα, θα πάρει άλλα τέσσερα χρόνια και θα φτάσουμε στο μισό του αιώνα για να λέμε για 5.000.000 τόνους, δηλαδή ένα καράβι την εβδομάδα.
Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι, αυτά δεν είναι πολιτική στρατηγικής ανάπτυξης λιμανιών.
Δεν προασπίζεται έτσι το δημόσιο συμφέρον και πραγματικά αν όλα αυτά έγιναν, αν μας πάρουν τριάντα χρόνια για να εξυπηρετούμε στο λιμάνι, το μεγαλύτερο λιμάνι των Βαλκανίων, ένα καράβι την εβδομάδα, αλλάξτε σκέψεις ή δείτε τι άλλο μπορούμε να κάνουμε αυτό το λιμάνι πράγμα να πάει μπροστά.
Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, για την ανύπαρκτη εθνική λιμενική πολιτική της χώρας, για το γεγονός που δεν εξυπηρετείται σε καμία περίπτωση το εθνικό συμφέρον, για το γεγονός ότι κανένας δεν έχει καταλάβει σε αυτή την αίθουσα τα τελευταία χρόνια με τις αλλεπάλληλες εκποιήσεις των λιμανιών και ανεξάρτητα και ασύνδετα μεταξύ τους, χωρίς να εδράζονται σε κάποια εθνική πολιτική, σε ευρωπαϊκή πολιτική, εμείς δεν μπορούμε να συναινέσουμε.