Σε Κοινοβουλευτική Δραστηριότητα

Ομιλία του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Κώστα Σκανδαλίδη, στην ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση επί της προτάσεως δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης

Θα ήθελα μόνο μια λέξη να πω για τη σημερινή επέτειο και για την ανθρώπινη θηριωδία και τον εξανδραποδισμό του ανθρώπινου γένους που αποτελεί το μεγαλύτερο καρφί στον πολιτισμό του 20ου αιώνα και που ήταν ουσιαστικά το Ολοκαύτωμα, που ακόμα και σήμερα οι περιγραφές ανατριχιάζουν. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε πού μπορεί να καταντήσει ο άνθρωπος όταν διεκδικεί την κυριαρχία του επί των πάντων. 

Aυτές τις μέρες έγινε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το περιβόητο θέμα «Μένουμε Ευρώπη» με ένα ερωτηματικό σε ένα επιστημονικό φόρουμ, που έστω κι αν ήταν καθοδηγούμενο κάπως πολιτικά ήθελε να συζητήσει το θέμα της λειτουργίας της δημοκρατίας στην Ελλάδα υπό το φως της θεσμικής εκτροπής που εξελίσσεται με βάση την υπόθεση των υποκλοπών. 

Ένα ερωτηματικό απλό, φυσιολογικό, προεκτείνεται και καταγγέλλεται ως δίκη προθέσεων, όχι μόνο γιατί κάποια στελέχη έθεσαν το ερωτηματικό στη λάθος μεριά για κάποιους ιδιαίτερους δικούς τους λόγους ή επιδιώξεις, αλλά γιατί έγινε θέμα αναλύσεων, εξαγωγή συμπερασμάτων, άγονων αντιπαραθέσεων περί όνου σκιάς, άλλη μια δίκη προθέσεων στις τόσες που ζούμε πολλά χρόνια τώρα και που καθημερινά μας κατακλύζουν. 

Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη είναι δεμένες πλέον με όλους τους θεσμούς και τώρα και στο μέλλον. Το ερώτημα είναι: γιατί το ερωτηματικό; Δεν υπάρχει δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Προφανώς υπάρχει. Δεν υπάρχει, όμως, θέμα δημοκρατίας με τα lobby, με την υποβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου;

Είναι εύκολη και βολική για όλους μας η αντιπαράθεση ανάμεσα στο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό καθεστώς της Δύσης και ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ανελεύθερα αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Κρύβει, όμως, κάτω από το χαλί τα πραγματικά προβλήματα και η δημοκρατία μπορεί να μην κινδυνεύει, διολισθαίνει όμως συνεχώς και μπαίνει σε μια κρίση, η οποία θα έπρεπε να αφυπνίσει τους ευρωπαϊκούς λαούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. 

Δεν υπάρχει θέμα δημοκρατίας στην Ελλάδα; Προφανώς και υπάρχει όταν οι θεσμοί χειραγωγούνται, υποτάσσονται, γίνονται άθυρμα στα χέρια μιας εκτελεστικής εξουσίας που δεν οδηγεί μπροστά σε τίποτα, όταν η εκτελεστική εξουσία κυριολεκτικά καταπίνει τη νομοθετική και τη δικαστική, τους επιβάλλεται, τις κατευθύνει. 

Ποια από τις δύο παρατάξεις που κυβερνούν τη χώρα τα τελευταία οκτώ χρόνια είναι αθώα του αίματος; Ποια από τις δύο παρατάξεις μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα να γίνει ο αδέκαστος κριτής όταν τα ίδια ακριβώς μέσα μετήλθαν, τις ίδιες ακριβώς δουλείες και τους ίδιους στόχους υπηρέτησαν; Τις πταίει, λοιπόν;

Παρακολουθώ ενεός το πολιτικό ήθος, τον διεξοδικό διάλογο, τον λόγο και τον αντίλογο ανάμεσα στην Κυβέρνηση και στην Αξιωματική Αντιπολίτευση σε μια κορυφαία διαδικασία όπως αυτή μιας πρότασης δυσπιστίας. Λόγος απόλυτος, σκληρός, καταγγελτικός, καταφεύγει σε αδιανόητους χαρακτηρισμούς, σπιλώνει προσωπικές συνειδήσεις και διαδρομές, δεν απευθύνεται στη λογική, φανατίζει το οπαδικό συναίσθημα ενόψει των εκλογών, στέλνει τους πολίτες στην αποχή, στην απόρριψη συνολικά της πολιτικής και αυτό δεν αφορά μονάχα την Κυβέρνηση ή την Αξιωματική Αντιπολίτευση, αφορά το σύνολο του πολιτικού συστήματος, αφορά την ίδια τη δημοκρατία. 

Όλα υποτάσσονται στην εκλογική σκοπιμότητα. Δεν μπαίνουν, όμως, στην ίδια ζυγαριά. Δεν μιλάμε σήμερα για το τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη τετραετία. Μιλάμε για τα συγκεκριμένα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με την ευκαιρία των υποκλοπών και τη συμπεριφορά αυτής της Κυβέρνησης. 

Μου έκανε πραγματικά αλγεινή εντύπωση ο τρόπος που επέλεξε ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση να δικαιολογήσει τη θεσμική εκτροπή που εξελίσσεται και μεγαλώνει στο θέμα των υποκλοπών και κορυφώνεται. Αφού αφαίρεσε κάθε ζωτικό κύτταρο στη λειτουργία της ΑΔΑΕ, αφού την περιφρόνησε αρχικά, αφού την αποδυνάμωσε θεσμικά με τον πρόσφατο νόμο, αφού προσπάθησε να της επιβάλει σιωπητήριο, όπως έκανε και με τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τις διαδικασίες, κατέφυγε από την πρώτη στιγμή της συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ στην προσωπική επίθεση εναντίον ενός δικαστή, του κ. Ράμμου, με άψογη θητεία και ανεπίληπτο ήθος, καταγγέλλοντας προθέσεις και μάλιστα με αδιανόητους χαρακτηρισμούς από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η συζήτηση αυτή.

Αλήθεια, τι σημασία έχουν τα πολιτικά φρονήματα ενός δημόσιου λειτουργού όποια και αν είναι αυτά; Δεν με ενδιαφέρει εμένα όταν τη θητεία και τη διαδρομή του δεν την σκιάζει τίποτε. Θα πάψουμε να προσωποποιούμε τις λειτουργίες και να ταυτίζουμε τις πρακτικές ονομαστικά, χωρίς λόγο, απλά για να ξεφύγουμε, να ξεπεράσουμε ένα πρόβλημα;

Υπάρχει μία «ταμπακιέρα», για την οποία θα έπρεπε να μας απαντήσει η Κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός. Οι πρώτες δύο περιπτώσεις των υποκλοπών, του δημοσιογράφου και του κ. Ανδρουλάκη, έχουν αποδειχτεί και ερευνώνται δικαστικά και εδώ και στα ευρωπαϊκά όργανα. Αν δεν το κατάλαβε, όμως, η Κυβέρνηση, το θέμα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις για να μπορεί να το αντιμετωπίζει με το ίδιο σιωπητήριο όπως μέχρι τώρα. 

Γιατί; Γιατί η ΑΔΑΕ, ως είχε δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, ερεύνησε  τις υποθέσεις και κατέληξε, σύμφωνα με τα συνταγματικά της θέσμια, ότι παρακολουθούνται επί μεγάλο χρονικό διάστημα ένας κορυφαίος Υπουργός και Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας και τέσσερα ανώτατα στελέχη τους. 

Αυτές οι αποδεδειγμένες πια παρακολουθήσεις ήταν νόμιμες ή παράνομες; Αν ήταν νόμιμες, έπρεπε ήδη να έχουν φύγει τουλάχιστον οι ανώτατοι αξιωματικοί από το στράτευμα. Ποιος κίνησε τη διαδικασία, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την ηγεσία του στρατεύματος; Ποιος έδωσε την εντολή, με ποιον σκοπό και γιατί; Πώς η Εισαγγελέας της ΕΥΠ θα μπορούσε να κρίνει αυτούς που χαράζουν την πολιτική της εθνικής ασφάλειας; 

Και, όπως έλεγε χαρακτηριστικά χθες ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ποιος άκουσε ή διάβασε το υλικό των παρακολουθήσεων; Ποιος ήταν ο αποδέκτης των ενημερωτικών δελτίων; Ποιος έδωσε και ποιες εξηγήσεις στα πρόσωπα αυτά; Ποιο ήταν το κίνητρο και το ζητούμενο της μακράς παρακολούθησης και γιατί; 

Είναι δυνατόν ο Πρωθυπουργός να δηλώνει άγνοια για ένα τέτοιο μείζον εθνικό θέμα; Να επεκτείνει το σιωπητήριο και να βάζει τους Βουλευτές του να φωνάζουν και να υβρίζουν, για να μην υπάρξει ουσιαστική συζήτηση επί του πραγματικού τεράστιου σκανδάλου και προβλήματος της θεσμικής εκτροπής; 

Το θέμα της θεσμικής εκτροπής είναι, και με στοιχεία πια ατράνταχτα, αποδεδειγμένο και κραυγάζει. Ούτε τώρα θα το απαντήσει ο κύριος Πρωθυπουργός; Δεν θέλει να απαντήσει στα ερωτήματα που του θέτει η αντιπολίτευση. Ας απαντήσει στο ερώτημα που εύλογα έθεσαν, χωρίς καμία υπεκφυγή, εδώ και τόσο καιρό οι πρώην Πρόεδροι της Νέας Δημοκρατίας και Πρωθυπουργοί, ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς. Είπαν τότε ότι είναι αδιανόητη και να υπάρχει καν οποιαδήποτε αίσθηση. Ότι θα ήταν θεσμική εκτροπή, είπαν και οι δύο με μία λέξη. 

Το ερώτημα που απευθύνεται με όλο τον σεβασμό στους δύο πρώην Πρωθυπουργούς είναι αν μέχρι τις 15.00 η ώρα τα πράγματα μείνουν ως έχουν, θα ψηφίσουν υπέρ ή κατά της θεσμικής εκτροπής; 

Σήμερα δεν εγκαλείται η Κυβέρνηση για όλο της το έργο, που και γι’ αυτό θα ήμασταν απολύτως αρνητικοί. Εγκαλείται για ένα συγκεκριμένο μείζον πρόβλημα δημοκρατίας, το οποίο αποδέχτηκαν οι δύο πρώην Πρωθυπουργοί και πρέπει να μας πουν το ίδιο φωναχτά, όπως μίλησαν τότε, γιατί θα αλλάξουν σήμερα τη θέση τους, αν δεν έχουν ενημερωθεί και δεν έχουν ικανοποιηθεί από τις εξηγήσεις. Και δεν μπορεί να πιστεύει κανείς ότι έχει άγνοια ο Πρωθυπουργός για το ότι παρακολουθούσαν τις πέντε κεφαλές του στρατεύματος. Αυτό είναι λίγο «παραμύθι» για μικρά παιδιά. Δεν είναι δυνατόν να μην το ξέρει ο Πρωθυπουργός. Αν δεν το ξέρει, είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό θέμα και δεν μπορείτε με κανέναν τρόπο να το παρακάμψετε. 

Θέλω να θυμηθούμε τη στάση του κινήματός μας και του Προέδρου του, του Νίκου Ανδρουλάκη από την αρχή ως τώρα. Τη στάση της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας σε όλες τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Την επιμονή σε μια απολύτως θεσμική για τη δημοκρατία και τις λειτουργίες της συμπεριφορά, με μόνο γνώμονα την αλήθεια, που έπρεπε να φωτίσει το μεγάλο σκάνδαλο, για να μπορέσει η δημοκρατία να αμυνθεί απέναντι στις θεσμικές εκτροπές. 

Δεν έχουμε υποκύψει στον πειρασμό να αλλάξουμε, να φωνάξουμε, να συγκρίνουμε, να μιλήσουμε για το παρελθόν, για το οποίο είμαστε εμείς πιο περήφανοι από όλους εσάς. 

Θα πούμε ξανά ότι την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση με τη δική μας κυβέρνηση, το 2001, που έβαλε τα θεσμικά αντίβαρα, ακολούθησαν στα είκοσι χρόνια άλλες δύο συνταγματικές αναθεωρήσεις περί όνου σκιάς, περί τίποτα. Και δεν ήμασταν εμείς στην κυβέρνηση, ούτε στη μια ούτε στην άλλη. Ήταν άλλα κόμματα. Και μάλιστα, με μια διαδικασία που, ενώ η δημοκρατία μας είχε εμφανίσει τα κενά της, ενώ η δημοκρατία μας είχε τη δυνατότητα να βάλει επί τάπητος ξανά κάποια θέματα -γιατί προχωράνε τα θέματα, προχωράει η τεχνολογία, προχωράνε τα δικαιώματα των πολιτών, προχωράνε τόσα πράγματα- ασχοληθήκαμε τη μια με το ασυμβίβαστο της εργασίας των Βουλευτών μόνο και την άλλη με κάτι φληναφήματα, μικρά πράγματα, για την ανάγκη ενός σύγχρονου Συντάγματος που παρακολουθεί τις εξελίξεις. Είναι τυχαία όλα αυτά; 

Τελειώνοντας, η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός κάνει ένα μεγάλο λάθος. Οδηγεί τη χώρα στις εκλογές και, εκμεταλλευόμενος τα ερωτήματα των δημοσκοπήσεων, βάζει στην ίδια «ζυγαριά» τρία θέματα και μας ρωτά τι θέλει ο ελληνικός λαός περισσότερο. Βάζει την οικονομία, την εξωτερική απειλή, τα εθνικά θέματα και τη δημοκρατία, τις υποκλοπές. Και φυσικά ο ελληνικός λαός, ο μοναχικός ιδιώτης, που τον καταντήσαμε στο σπίτι του να μην βλέπει στον ήλιο μοίρα και να μην μπορεί να πάει στο σούπερ μάρκετ να πάρει ένα μπουκάλι γάλα για το παιδί του, λέει «με ενδιαφέρει περισσότερο η οικονομία». 

Αυτό, όμως, δεν βοηθά τη δημοκρατία. Διότι χωρίς δημοκρατία δεν υπάρχει ευημερία. Διότι τα θέματα αυτά είναι αυτούσια. Και τα τρία είναι η βασική ατζέντα των επόμενων εκλογών. Και θα πρέπει κάθε κόμμα να πει τη δική του αφήγηση, να δώσει το δικό του πρόγραμμα, να πει τις δικές του προτάσεις για το καθένα από αυτά και να γίνει ένας νηφάλιος πολιτικός διάλογος, όχι μέσα από εκλογικές ατραξιόν, αλλά μέσα από μια πραγματική και ουσιαστική συζήτηση για την επόμενη μέρα της χώρας. 

Γιατί ξέρετε, είναι πολύ απλό να συζητάει κανείς με ποιους θα κυβερνήσουμε, πώς θα κυβερνήσουμε, ποιοι θα συνεργαστούν κ.λπ., όταν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας πάνε σε μια εκλογή με αυτό το τοξικό κλίμα με αυτούς τους μονολόγους εις ώτα μη ακουόντων και σε θέματα που έχουν σχέση περισσότερο να ξυπνήσουν το οπαδικό συναίσθημα και λιγότερο να δώσουν πραγματικές απαντήσεις στα προβλήματα της χώρας. 

Εμείς δεν θα σας ακολουθήσουμε σε αυτό. Έχουμε μια μεγάλη ελπίδα, ότι το «παιχνίδι» μετά τις εκλογές δεν θα είναι για δύο, αλλά θα είναι για τρεις, και με εμάς πρωταγωνιστές. 

Πληκτρολογήστε και πατήστε το enter.