Αυτό το μεγάλο βήμα έδωσε νέες δυνατότητες στους Έλληνες και τοποθέτησε τη χώρα στο «σκληρό πυρήνα της Ευρώπης». Παράλληλα όμως, οι νέες συνθήκες ανταγωνισμού στο πλαίσιο της συμμετοχής σε μια νομισματική ένωση δημιούργησαν καινούργιες προκλήσεις που δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα. Μεγάλες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες (π.χ. ασφαλιστικό Γιαννίτση) είτε ματαιώθηκαν λόγω καθολικής αντίδρασης είτε δεν ολοκληρώθηκαν λόγω πολιτικής αδράνειας.
Μετά το 2004, επί διακυβέρνησης ΝΔ, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που οδηγούσαν σε διόγκωση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν αλλά σε αυτά, με ευθύνη της Κυβέρνησης ΝΔ, προστέθηκε κι ένας πρωτοφανής δημοσιονομικός εκτροχιασμός, που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία. Έτσι, η χώρα υποχρεώθηκε το 2010 σε αναγκαστικό δανεισμό μέσω ενός Οικονομικού Προγράμματος για να αντιμετωπίσει τις τεράστιες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ σπέρνοντας το σπόρο του διχασμού αμφισβήτησαν την αναγκαιότητα του Προγράμματος υιοθετώντας συνωμοσιολογίες για «σκόπιμη διόγκωση του ελλείμματος του 2009» από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να μπει στα μνημόνια αποσιωπώντας την πραγματικότητα. Ότι δηλαδή όπως επιβεβαιώθηκε και εκ των υστέρων, τα δίδυμα ελλείμματα ήταν εκτός ελέγχου από το 2007 με το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να έχει φτάσει στο 14,5% του ΑΕΠ το 2008. Μετά τις εκλογές του 2012, η ΝΔ εγκατέλειψε την σκληρή αντιμνημονιακή στάση των Ζαππείων, και υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει τη στάση της, εφαρμόζοντας τις δεσμεύσεις του Δεύτερου Μνημονίου. Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές του 2015 με την αδιέξοδη διαπραγματευτική στάση της κατέστησε αναγκαίο το τρίτο – απολύτως περιττό – Μνημόνιο το οποίο λήγει το καλοκαίρι του 2018.
1.2 Οκτώ Χρόνια Μνημόνια: Μια Αποτίμηση.
Η προσφυγή στον αναγκαστικό δανεισμό με τα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής που τον συνόδευαν, υπήρξαν το αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός την περίοδο 2004-2009 και η χρόνια μεταρρυθμιστική αδράνεια οδήγησαν στα θεόρατα «δίδυμα ελλείμματα»: της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όταν οι ροές των δανείων και των επενδυτικών κεφαλαίων προς την Ελλάδα σταμάτησαν, εξαιτίας της διεθνούς κρίσης, η χώρα υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο που έθετε ως στόχο τη μείωση του ελλείμματος από 15,3% του ΑΕΠ το 2009 κάτω του 3% του ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας.
Το πρώτο Μνημόνιο ήταν επακόλουθο της ζωτικής ανάγκης αποφυγής της άτακτης χρεοκοπίας, που αν είχε συμβεί, όχι μόνο θα είχε τεράστιο κοινωνικό κόστος αλλά, μέσω της πολιτικής αποσταθεροποίησης που θα προκαλούσε, μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Συντάχθηκε σε πολύ περιορισμένα χρονικά όρια και με τεράστιες αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. εξαιτίας της λειψής αρχιτεκτονικής του ευρώ, που απέκλειε τη διάσωση χωρών-μελών υπό πτώχευση. Η έλλειψη εμπειρίας, ακόμη και του ΔΝΤ αλλά και η ανυπαρξία έως και τον Μάιο του 2010 του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, για την αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών σε χώρες-μέλη νομισματικών ενώσεων, σε συνδυασμό με την σταδιακή αποκάλυψη του μεγέθους του οικονομικού εκτροχιασμού, οδήγησε στην σύνταξη ενός προγράμματος που ενσωμάτωνε την εκτίμηση ότι το πρόβλημα του ελληνικού χρέους ήταν πρόβλημα κυρίως ρευστότητας, και όχι βιωσιμότητας.
Το δεύτερο μνημόνιο, μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις της ελληνικής πλευράς, αναγνώρισε ότι το πρόβλημα του χρέους ήταν κατεξοχήν πρόβλημα βιωσιμότητας και συνοδεύτηκε από μία γενναία ονομαστική περικοπή του χρέους και δεσμεύσεις για περαιτέρω ελάφρυνση. Το δεύτερο Πρόγραμμα παρέμεινε ανολοκλήρωτο εξαιτίας της πολιτικής αδυναμίας να κλείσει η πέμπτη αξιολόγηση. Η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές καθώς δεν επιτεύχθηκε η αναγκαία πλειοψηφία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Το τρίτο Μνημόνιο ήταν κυριολεκτικά αχρείαστο, αλλά κατέστη απαραίτητο από την αλλοπρόσαλλη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου 2015 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖA-ΑΝΕΛ. Η αβεβαιότητα που προκλήθηκε ανέστειλε την διαφαινόμενη ασθενή ανάκαμψη, οδήγησε την οικονομία ξανά σε ύφεση, σε νέα διαρροή καταθέσεων από τις τράπεζες, στην επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων. Κατέστησε αναγκαία τη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και οδήγησε σε περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους εξαιτίας της οριστικής απώλειας των κεφαλαίων του ΤΧΣ που επενδύθηκαν στις τράπεζες. Οι συνέπειες των πολιτικών επιλογών του πρώτου εξαμήνου του 2015 είναι ακόμη ενεργές, καθώς η οικονομία λειτουργεί ακόμη με τους κεφαλαιακούς ελέγχους γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, ενώ η ύφεση του 2015-2016 επέτεινε το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και του ιδιωτικού χρέους γενικότερα.
Κατά τη Μνημονιακή περίοδο, η Ελλάδα έκανε τη μεγαλύτερη και ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει καταγραφεί σε χώρα του ΟΟΣΑ. Μέχρι τις εκλογές του 2012 είχε ήδη επιτευχθεί το 80% της δημοσιονομικής προσαρμογής ενώ από το 2013 το τεράστιο πρωτογενές έλλειμμα του 2009 είχε μετατραπεί σε πλεόνασμα, και οι ανισορροπίες στο εξωτερικό ισοζύγιο είχαν σχεδόν εξαλειφθεί, έστω και αν αυτό έγινε κυρίως με μείωση των εισαγωγών παρά με αύξηση των εξαγωγών.
Ταυτόχρονα, σε αυτά τα χρόνια υιοθετήθηκε ένας μεγάλος αριθμός μεταρρυθμίσεων σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που άλλαξαν την αντίληψη περί «νομής» του κράτους, και οδήγησαν σε περιορισμό της σπατάλης και κακοδιαχείρισης. Από την άλλη πλευρά μεγάλες μεταρρυθμίσεις δεν προχώρησαν λόγω αδυναμίας προώθησής τους που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε ισχυρές πολιτικές και συντεχνιακές αντιδράσεις.
Το κοινωνικοοικονομικό κόστος των Μνημονίων ήταν τεράστιο. Το παραγόμενο προϊόν μειώθηκε κατά ένα τέταρτο, πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους. Η ανεργία και ιδιαίτερα η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία έφτασαν σε δυσθεώρητα επίπεδα. Η φτώχεια αυξήθηκε δραματικά, οι καταθέσεις συρρικνώθηκαν και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το 2014 και μετά εκτινάχθηκαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Το κρίσιμο ερώτημα στο οποίο οφείλουν να απαντήσουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας είναι: γιατί το κοινωνικοοικονομικό κόστος αυτής της κρίσης υπήρξε τόσο μεγάλο σε σχέση με αυτό των άλλων χωρών που επίσης μπήκαν σε μνημόνιο με συνέπεια να παραμείνει η οικονομία σε ύφεση για περίπου μια δεκαετία, να χαθεί το 25% του ΑΕΠ, και η ανεργία να φτάσει στο 27%.; Γιατί η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος χρειάστηκαν 3 με 4 χρόνια και ένα Μνημόνιο για να ξαναβγούν στις αγορές, ενώ η Ελλάδα μετά από 8 χρόνια και τρία Μνημόνια βρίσκεται ακόμα σε μία ιδιαίτερα εύθραυστη θέση;
Η λειψή αρχιτεκτονική του ευρώ και ο χαρακτήρας των παρεμβάσεων αφορούσαν και τις τέσσερις χώρες. Η μεγάλη έκταση των οικονομικών ανισορροπιών, του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων στην Ελλάδα είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Όμως, η μεγαλύτερη αστοχία τα χρόνια αυτά, υπήρξε η αποτυχία των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων καθώς και του πνευματικού κόσμου της χώρας, να συμφωνήσουν πάνω σε ένα Εθνικό Σχέδιο εξόδου από την κρίση. Καθοριστικές είναι οι ευθύνες τόσο της ΝΔ, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι όχι μόνο αρνήθηκαν να συνδράμουν στις προσπάθειες εξόδου από την κρίση, αλλά με τον λαϊκισμό τους δημιούργησαν πρόσθετα εμπόδια. Ιδιαίτερα μάλιστα με τα «Ζάππεια» και τις διπλές εκλογές του 2012 (η ΝΔ), αλλά και με τις τυχοδιωκτικές επιλογές των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015.
Έγινε πλέον ολοφάνερο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή δεν αρκεί για να ξαναβρεί η χώρα μας την ελπίδα και την προοπτική. Το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει τις πραγματικές αιτίες της κρίσης. Αυτό που απαιτείται είναι η αποκατάσταση και διεύρυνση της δημοκρατίας, με τη διάλυση του πελατειακού κράτους και της πολιτικής συναλλαγής, με τη συγκρότηση ισχυρών θεσμών, με το σεβασμό στην ανεξαρτησία των εξουσιών, την εκτόπιση του κομματισμού υπέρ της αξιοκρατίας. Την μεταφορά πόρων από χρεοκοπημένες κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις προς την οικονομία της εξωστρέφειας, του ανταγωνισμού, που εκτιμά τη γνώση, την καινοτομία και τον κόσμο της εργασίας. Η αποκατάσταση της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ισονομίας, του κράτους δικαίου, της έντιμης και πολυφωνικής ενημέρωσης, με την πάταξη της διαπλοκής.
1.3 Μεταβαλλόμενες Συνθήκες Στο Παγκόσμιο Περιβάλλον Και Η Ανάγκη Της Ελληνικής Οικονομίας Να Προσαρμοσθεί Και Να Ενταχθεί Ανταγωνιστικά Στον Παγκόσμιο Καταμερισμό Εργασίας.
Βασική αιτία της απώλειας της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αποτέλεσε η άκρατη εισροή φτηνών δανειακών κεφαλαίων που διόγκωσε την εσωτερική ζήτηση, και οδήγησε στη σχετική αύξηση του κόστους εργασίας, και των τιμών στο τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών (κράτος, οικοδομές, εμπόριο, ακίνητα και άλλες μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες) σε σχέση με τον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών (πρωτογενής παραγωγή, μεταποίηση, τουρισμός και λοιπά εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες). Σαν αποτέλεσμα, σπάνιοι πόροι (ανθρώπινοι και υλικοί) σταδιακά μεταφέρθηκαν από τους άμεσα «εκτεθειμένους» στο διεθνή ανταγωνισμό κλάδους, στους «προστατευόμενους». Αυτό οδήγησε σε συρρίκνωση του δυναμικότερου τμήματος της οικονομίας με ταυτόχρονη διόγκωση του λιγότερου παραγωγικού. Σε αυτή τη σαθρή βάση χτίστηκε η εισοδηματική ευδαιμονία της προηγούμενης δεκαετίας.
Το εύλογο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι, αν μετά την βίαιη προσαρμογή του μισθολογικού κόστους που έχει συντελεστεί τα τελευταία οκτώ χρόνια, υφίσταται η βασική προϋπόθεση για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε πολύ χαμηλά επίπεδα, που προκύπτει από τη μείωση των μισθών, δεν καθιστά μια χώρα απαραιτήτως ανταγωνιστική.
Η αποτελεσματικότητα στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών επηρεάζεται από το επίπεδο της τεχνογνωσίας, την έρευνα και καινοτομία, την οργάνωση των θεσμών, τη λειτουργία των αγορών, την ποιότητα της γραφειοκρατίας και της δημόσιας διοίκησης, το επίπεδο διαφθοράς, την ορθή εφαρμογή των νόμων και, συνολικότερα, την ποιότητα των θεσμών και το επιχειρηματικό περιβάλλον. Μόνο όταν η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητάς της, μπορεί να επιτυγχάνεται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με ταυτόχρονη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση της δίκαιης διανομής του αυξανόμενου προϊόντος, της βιώσιμης ανάπτυξης.
Στη κατεύθυνση αυτή, η βαρύτητα της πολιτικής παρέμβασης πρέπει να δοθεί στην αλλαγή του κράτους, την λειτουργία των εποπτικών μηχανισμών στην αγορά και στη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου του επιχειρηματικού περιβάλλοντος με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και όχι την εξαθλίωση της αμοιβής των εργαζομένων. Όσο γρηγορότερη είναι η στροφή της παραγωγικής βάσης της οικονομίας προς τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, τόσο μειώνεται η ανάγκη για μείωση των μισθών ενώ, ταυτόχρονα, αυξάνεται η απασχόληση συνολικά στην οικονομία.
2. ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ
2.1 Ο Ρόλος Της Πολιτικής Και Των Πολιτικών. Τι Νέο Πρέπει Να Φέρει Ένας Νέος Προοδευτικός Φορέας.
Ο νέος προοδευτικός φορέας πρέπει να έχει ως βασική προτεραιότητα την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην πολιτική ως προνομιακού χώρου επίλυσης των σύνθετων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Η αποκατάσταση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης αποτελεί την κύρια προϋπόθεση ώστε αφενός μεν να επανέλθει η πίστη στις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας, αφετέρου δε να επιτευχθεί η υπέρβαση – και όχι η απλή παράκαμψη – της κρίσης με τρόπο οριστικό και μη αναστρέψιμο.
Η αδυναμία των βασικών πολιτικών δυνάμεων να δώσουν τις ορθές λύσεις με βάση τα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποδυνάμωνε το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής περιόδου με αποτέλεσμα την αναβίωση της ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του λαϊκισμού και αυτών που υπόσχονται οφέλη στο λαό από την επιστροφή στη δραχμή.
Το Κίνημα Αλλαγής προτείνει στους πολίτες ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που λαμβάνει υπόψη του τις δυσκολίες της συγκυρίας. Επικαιροποιεί με τρόπο συγκροτημένο την ιστορική σύγκρουση μεταξύ προόδου και συντήρησης, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους που δημιουργεί για τη δημοκρατία σήμερα η άνοδος αυταρχικών πολιτικών δυνάμεων διαφόρων αποχρώσεων. Ορίζει σαφώς τις νέες κοινωνικές συμμαχίες που απαιτούνται τόσο για την υπέρβαση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας, όσο και για την επίτευξη ισχυρής και βιώσιμης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Αναλαμβάνει να παρουσιάσει συγκροτημένα τις μεγάλες και μικρές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την ανάκαμψη της χώρας μας. Να εξηγήσει τα οφέλη που αυτές αναμένεται να αποφέρουν για το σύνολο της οικονομίας και πως ο νέος πλούτος που θα δημιουργηθεί θα επιμεριστεί με δίκαιο τρόπο στα διάφορα κοινωνικά στρώματα και όχι σε μια μικρή οικονομική ελίτ. Είναι έτοιμο να συγκρουστεί με τα συμφέροντα που εμποδίζουν την υλοποίηση τους και θυσιάζουν με αυτό τον τρόπο το μακροπρόθεσμο συμφέρον των πολιτών στο βωμό βραχυπρόθεσμων ιδιοτελών συντεχνιακών ωφελημάτων.
2.2 Ο Μεταβαλλόμενος Οικονομικός Ρόλος Του Κράτους
Ένα ισχυρό και αποτελεσματικό κράτος είναι στρατηγικό εργαλείο πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Το κρίσιμο ζήτημα, ωστόσο, αφορά τόσο στο μέγεθος του κράτους αλλά στην υιοθέτηση θεσμών και αλλαγών στη λειτουργία του κράτους, χωρίς τις οποίες δεν θα λειτουργήσει καμία αναπτυξιακή διαδικασία. Ένα μεγάλο κράτος δεν λειτουργεί αναγκαστικά υπέρ του δημοσίου συμφέροντος ενώ ένα μικρό κράτος δεν είναι κατ’ ανάγκη αποτελεσματικό. Το κράτος πρέπει να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας του στην λειτουργία των αγορών, όπως αυτή οριοθετείται από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, για να αποφύγουμε την επανάληψη μιας κρίσης όπως αυτής του 2009 και των συνεπειών της.
Η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει μια αποτελεσματική αγορά και η αποτελεσματική αγορά προϋποθέτει ένα αποτελεσματικό κράτος. Ένα ισχυρό και αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο αποτελεί παράγοντα κομβικής σημασίας για την δημιουργία εμπιστοσύνης, χαμηλού κόστους χρήματος και επενδύσεων, την στήριξη της ανταγωνιστικότητας αλλά και κρίσιμο στοιχείο του Κράτους Δικαίου και της ποιότητας της Δημοκρατίας.
Για το Κίνημα Αλλαγής η έννοια του «δημοσίου» δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την έννοια του «κρατικού». Η κρατική ιδιοκτησία των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων δεν εγγυάται αναγκαστικά είτε τον ουσιαστικό έλεγχο είτε την κοινωνική και οικονομική αποτελεσματικότητά τους.
Το κράτος εγγυάται και διασφαλίζει την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Ο απαραίτητος δημόσιος χαρακτήρας των βασικών υπηρεσιών προς τους πολίτες – επίλυση δικαστικών διαφορών, ασφάλιση, υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική προστασία κ.α. – δεν σημαίνει ότι πρέπει αναγκαστικά να παρέχονται μόνο από το κράτος.
Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της «δημόσιας υπηρεσίας» δεν ορίζεται αναγκαστικά από το ιδιοκτησιακό καθεστώς του φορέα που την παρέχει, αλλά από τους όρους πρόσβασης των πολιτών και τη σχετική αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα που μπορεί να παρασχεθεί η συγκεκριμένη υπηρεσία από τον δημόσιο, τον ιδιωτικό ή τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας ή από την σύμπραξή τους. Το Κίνημα Αλλαγής θα προωθήσει ριζικές τομές στο ρόλο και τις λειτουργίες του κράτους που σχετίζονται με την οικονομία, με κεντρικούς άξονες το σχεδιασμό, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την αξιολόγηση και την καταπολέμηση της διαφθοράς ώστε η κρατική μηχανή να τεθεί στην υπηρεσία των πολιτών και να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της χώρας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, θα προωθήσει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς το κράτος και τους θεσμούς του.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Βασικός στόχος της δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η δημοσιονομική σταθερότητα. Ο στόχος αυτός είναι απόρροια του υψηλού δημοσίου χρέους και των αναγκών εξυπηρέτησής του καθώς και του εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου της αποταμίευσης στη χώρα μας. Η χώρα πρέπει να διεκδικήσει την ελάφρυνση του χρέους, έναντι δεσμεύσεων για συνέχιση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων. Η ελάφρυνση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα της μείωσης των υπέρ-φιλόδοξων στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% του ΑΕΠ στο 2% του ΑΕΠ. Οι δεσμεύσεις για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός ταμειακού αποθέματος θα προσδώσουν πρόσθετη αξιοπιστία στο εγχείρημα εξόδου στις αγορές.
Παράλληλα πρέπει να υπάρξει μέριμνα, στο πλαίσιο των υφιστάμενων δυνατοτήτων, για βελτίωση του μείγματος προς μία περισσότερο αναπτυξιακή και κοινωνικά δίκαιη κατεύθυνση. Παρά τις μεγάλες περικοπές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν ακόμα περιθώρια για μείωση των λειτουργικών δαπανών του κράτους και εξορθολογισμού των λειτουργιών. Σε αυτό μπορεί να συμβάλει η εισαγωγή ενός ετήσιου ελέγχου των δημοσίων δαπανών. Οι δαπάνες στο πεδίο των μισθών και άλλων απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να συνδεθούν με τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους, ενώ πρέπει να υπάρξει μέριμνα για τη μεταφορά πόρων από τις καταναλωτικές δαπάνες του κράτους, στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Στην παρούσα συγκυρία, οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να έχουν σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα με επωφελείς επιπτώσεις στην αύξηση της απασχόλησης.
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πριν ξεσπάσει η κρίση, η Ελλάδα είχε ένα σαθρό φορολογικό σύστημα που άφηνε τεράστια περιθώρια για φοροδιαφυγή με αποτέλεσμα τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ να απέχουν σημαντικά από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. Στα χρόνια των Μνημονίων αλλά ιδιαίτερα μετά το 2015 η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε απότομα σε όλες τις κατηγορίες φόρων. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της νόμιμης φοροαποφυγής, το φορολογικό βάρος έπεσε δυσανάλογα στους ώμους συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού.
Σήμερα, η σταδιακή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη μετάβαση σε βιώσιμη ανάπτυξη. Η πολιτική μείωσης των φορολογικών βαρών θα πρέπει να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη και να βασιστεί στο δημοσιονομικό χώρο που θα προκύψει από τη μεγέθυνση της οικονομίας, τη μείωση της κρατικής σπατάλης και τη διαπραγμάτευση για το χρέος.
Προτάσεις:
Εφαρμογή της φορολογικής λογικής «πρώτα φορολογείς την κατανάλωση, μετά τα εισοδήματα και στο τέλος την παραγωγή που δημιουργεί εισοδήματα και ενισχύει την ζήτηση». Οι προτεραιότητες για την ελάφρυνση της φορολογίας πρέπει να ξεκινήσουν από την παραγωγή και ιδίως από τους εξαγωγικούς κλάδους, μετά τα εισοδήματα προοδευτικά και με κριτήριο κοινωνικής δικαιοσύνης και τέλος την κατανάλωση, με εξαίρεση βασικά αγαθά και υπηρεσίες που θα πρέπει να ελαφρυνθούν άμεσα.
Ο ΕΝΦΙΑ πρέπει να αποδοθεί στην τοπική αυτοδιοίκηση, και παράλληλα να μειωθεί η επιχορήγηση της από τον προϋπολογισμό. Οι κοινωνικές δράσεις είναι προτιμότερο να γίνονται με καθαρές ταμειακές εκροές για να είναι εμφανείς και όχι μέσω φοροαπαλλαγών.
Στο πλαίσιο της νέας εθνικής κοινωνικής συμφωνίας βασικοί στόχοι είναι:
• Η οικοδόμηση της βεβαιότητας των πολιτών περί της δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών.
• Η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος.
• Διαρκής και συστηματική προσπάθεια μείωσης της φοροδιαφυγής με ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με υπαγωγή σε αυτή όλων των ελεγκτικών μηχανισμών ώστε να κοπεί οριστικά ο ομφάλιος λώρος της εκάστοτε κυβέρνησης με τους φορολογικούς μηχανισμούς
• Η καταπολέμηση των συνθηκών ακραίου και αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των οποίων και η απόκρυψης φορολογικής ύλης.
• Η εδραίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και φορολογουμένων με σκοπό και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
2.3 Αγορές Προϊόντων Και Υπηρεσιών
Η αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που παρατηρούνται στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και εμποδίζουν την ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων δεν μπορεί παρά να αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο μίας προοδευτικής οικονομικής πολιτικής.
Η εύρυθμη λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και η διασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων, μείωση της διαφθοράς, ενθάρρυνση της καινοτομίας, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, αύξηση της απασχόλησης και, εν τέλει, σε αύξηση του εθνικού εισοδήματος.
Η ελεύθερη αγορά δεν σημαίνει ασυδοσία, την άδεια να παίρνεις ότι μπορείς από όσους μπορείς. Η ελεύθερη αγορά έχει θετικά αποτελέσματα μόνο όταν υπάρχουν κανόνες που διασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός είναι δίκαιος, ανοικτός και έντιμος. Όταν οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται αποκλειστικά προσφέροντας καλύτερες υπηρεσίες και ασφαλή προϊόντα σε καλύτερες τιμές, χωρίς εξαντλητικά και απλήρωτα ωράρια, την κρατική ρύθμιση των κατώτατων μισθών και την συνολική αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων και της συλλογικής διαβούλευσης – που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Κάθε οικονομία αποτελείται κατά κύριο λόγο από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα, έχουμε πολλές πολύ μικρές αλλά λίγες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Το κρίσιμο στοιχείο, ωστόσο, είναι πόσο ισχυρές είναι οι επιχειρήσεις σε ένα παραγωγικό σύστημα, πόσο ανθεκτικές είναι στον διεθνή ανταγωνισμό και πως συμβάλλουν στη δυναμική της ανάπτυξης.
Το εμπόδιο στην ανάπτυξή των μεγαλύτερων σε μέγεθος μονάδων, ωστόσο, δεν είναι οι πολλοί μικροί επιχειρηματίες, αλλά οι αδικαιολόγητα υψηλοί φόροι, η διαφθορά, η γραφειοκρατία για τις άδειες, η αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν, η αβεβαιότητα και όλα αυτά που κατατάσσουν την Ελλάδα στις χειρότερες θέσεις παγκοσμίως στους δείκτες ανταγωνιστικότητας.
Για το Κίνημά μας η ανάπτυξη μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων δεν ισοδυναμεί με την ισοπέδωση των μικρών και των αυτοαπασχολουμένων. Αντίθετα, ο συνδυασμός ανάπτυξης με σταθερότητα προϋποθέτει κρίσιμους οργανικούς ρόλους τόσο για τις μικρές όσο και τις μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες για να γίνει με ταχύτητα η προσαρμογή στην εξωστρέφεια, είναι τα βασικά οχήματα του διεθνούς τομέα της οικονομίας για την ταχεία ανάπτυξη των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών με ρυθμούς που να υπερκαλύψουν το συντομότερο δυνατό την μείωση της εγχώριας ζήτησης. Η δημόσια πολιτική οφείλει να εξασφαλίσει τους όρους για τη διάχυση των ωφελειών στις μικρότερες επιχειρήσεις που βρίσκονται γύρω τους.
Πολλές μελέτες τόσο πριν όσο και στη διάρκεια της κρίσης, έδειξαν ότι η χώρα μας διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής (τουρισμός, αγροδιατροφικός τομέας, logistics, συγκεκριμένοι βιομηχανικοί κλάδοι, κ.α.). Όμως, οι ίδιες μελέτες επισημαίνουν επίσης ότι σε συγκεκριμένους υπό-κλάδους αυτών των κλάδων η χώρα μας δεν είναι ανταγωνιστική, ενώ σε υπό-κλάδους άλλων κλάδων υπάρχουν niche markets στις οποίες η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ευθύνη του κράτους δεν είναι η επιλογή τομέων ή/και επιχειρήσεων που θα παίξουν το ρόλο των «εθνικών πρωταθλητών», εκτός ίσως από ελάχιστες περιπτώσεις όπου μπορούν να παρατηρηθούν σημαντικές οικονομικές εξωτερικότητες. Ευθύνη όμως του κράτους είναι να καθορίσει στρατηγικές ορθολογικής διαχείρισης των πόρων.
Συχνά η αγορά μπορεί να οδηγηθεί σε μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις οι οποίες λειτουργούν σε βάρος της οικονομίας και των καταναλωτών για αυτό και απαιτείται η επανεξέταση του ρόλου των εποπτικών αρχών.
Προτάσεις:
· Βασικές πτυχές των πολιτικών μας πρέπει να αποτελέσουν η απλοποίηση των διαδικασιών έναρξης και λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στους τομείς στους οποίους υστερεί σημαντικά η χώρα μας (π.χ. ενέργεια), η ενίσχυση των υποδομών και του ανταγωνισμού που σχετίζονται με τις μεταφορές (π.χ. λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι) και η απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων.
· Επιβάλλεται η ενίσχυση του ρόλου και των ρυθμιστικών αρχών (ιδίως της Επιτροπής Ανταγωνισμού) για την αποφυγή και καταπολέμηση ολιγοπωλιακών ή μονοπωλιακών συνθηκών. Η ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού ώστε να μην επιστρέψουμε σε καταστάσεις εναγκαλισμού κράτους και (κρατικοδίαιτων) επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα.
2.4 Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα Και Η Ανάγκη Για Πηγές/Εργαλεία Χρηματοδότησης Του Νέου Παραγωγικού Προτύπου
Στην τρέχουσα συγκυρία, με δεδομένο, τόσο τον περιορισμένο και σε μεγάλο βαθμό εξωγενώς καθοριζόμενο δημοσιονομικό χώρο, όσο και το βαθιά τραυματισμένο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ουσιαστική δυνατότητα μιας «κρατικά κατευθυνόμενης» χρηματοδοτικής παρέμβασης είναι όχι μόνο αδύνατη αλλά ίσως και μη επιθυμητή, αν κανείς αναλογιστεί τα προβλήματα που προκάλεσε αυτού του τύπου η πολιτική κατά το παρελθόν.
Συνεπώς και όσον αφορά στην ανάγκη χρηματοδότησης του Νέου Παραγωγικού Προτύπου, ο ρόλος των αγορών θα είναι καθοριστικός. Εφόσον οι αγορές εποπτευθούν αποτελεσματικά μπορούν να οδηγήσουν στις βέλτιστες επιλογές μέσα από την μετακίνηση υπαρχόντων αλλά, κυρίως, μέσα από την προσέλκυση νέων χρηματοδοτικών πόρων, σε διεθνώς ανταγωνιστικές οικονομικές δραστηριότητες. Σημαντικό ρόλο για την επιβίωση σε συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού έχει η επίδειξη καινοτόμου πνεύματος στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Με βάση τα παραπάνω, η κεντρική στρατηγική μακροπρόθεσμα πρέπει να περιλαμβάνει την προώθηση/χρηματοδότηση της καινοτομίας η οποία και θα αποτελέσει το βασικό μοχλό παραγωγικού και εξωστρεφή αναπροσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντική η δημιουργία και χρηματοδότηση δικτύων ενίσχυσης της καινοτομίας για την αποτελεσματικότερη ανταλλαγή και μεταβίβαση γνώσεων αλλά και την ταχύτερη διάδοση και μεταφορά των νέων τεχνολογιών.
Εκ των πραγμάτων, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, στην πρώτη φάση αναδιάρθρωσης της οικονομίας, θα έχει μάλλον επικουρικό ρόλο, και θα επικεντρωθεί στην «επούλωση των πληγών του» και στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των αγορών. Με αυτό τον τρόπο, θα αποκτήσει εκ νέου την απαραίτητη κεφαλαιακή βάση και ρευστότητα ώστε, μεσοπρόθεσμα, να υποστηρίξει με κεφάλαια κίνησης την «νέα» γενιά επιχειρήσεων. Πρέπει ωστόσο να είναι ξεκάθαρο πως προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων η οποία έχει καθυστερήσει πολύ και θέτει σε κίνδυνο την ασφαλή έξοδο στις αγορές και την οριστική και ασφαλή έξοδο από την κρίση.
Εξίσου σημαντικό ρόλο στην ανάκτηση του αναπτυξιακού ρόλου του τραπεζικού συστήματος και στην προσέλκυση των ξένων επενδύσεων έχει η κατάργηση των κεφαλαιακών ελέγχων που με την παρουσία τους εμποδίζουν την επιστροφή των καταθέσεων.
Προτάσεις:
• Βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα, η «νέα» επιχειρηματική δραστηριότητα θα μπορούσε να υποστηριχθεί μέσω της δημιουργίας ειδικών αναπτυξιακών Ταμείων τομεακού/κλαδικού χαρακτήρα (funds of funds) που θα συν-επενδύουν με ιδιωτικά κεφάλαια. Εμπειρίες μπορούν να αντληθούν από τη λειτουργία σχημάτων όπως το Ταμείο Νέας Οικονομίας, αλλά και άλλα αντίστοιχα σχήματα του ιδιωτικού τομέα.
• Στην παρούσα συγκυρία, είναι απολύτως απαραίτητοι χρηματοδοτικοί πόροι προερχόμενοι από το εξωτερικό μέσω της προσέλκυσης ξένων ιδιωτικών επενδύσεων.
2.5 Ο Κόσμος Της Εργασίας
Η δραματικότερη έκφανση της κρίσης στη χώρα μας ήταν η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και ιδιαίτερα της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων. Απότοκο αυτών ήταν η έξαρση του φαινομένου της «φυγής εγκεφάλων» (brain drain) που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Η επιστροφή της οικονομίας σε βιώσιμη ανάπτυξη θα δημιουργήσει προϋποθέσεις για την επιστροφή τους.
Σε μακροχρόνιο ορίζοντα, το πρόβλημα είναι ακόμα πιο σοβαρό. Ο πληθυσμός της χώρας μας βρίσκεται σε φάση δημογραφικής συρρίκνωσης. Για τη διατήρηση και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου αλλά και διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος είναι αναγκαία τόσο η αύξηση της συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό όσο και η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι προσαρμογές αυτές πρέπει να γίνουν μέσα στις συνθήκες της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης που μεταβάλλουν το παραδοσιακό πρότυπο απασχόλησης και, βραχυχρόνια, ενδέχεται να οδηγήσουν σε απώλεια θέσεων εργασίας.
Οι εργαζόμενοι της χώρας μας γνωρίζουν ότι δεν αρκεί η σκληρή δουλειά και προσπάθεια για να διασφαλισθεί μια αξιοπρεπής ζωή για τις οικογένειες μας και προοπτική για τα παιδιά μας. Ότι απαιτούνται προσαρμογές για να επιβιώσουμε με αξιοπρέπεια σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένων αγορών και ασύδοτου ανταγωνισμού. Δεν είναι αναγκαίο, όμως, οι προσαρμογές αυτές να καταστρατηγήσουν τις αξίες της πλήρους απασχόλησης, της κοινωνικής προστασίας, της ισότητας και της ισοπολιτείας.
Η απάντησή μας ως Κίνημα Αλλαγής είναι ότι όταν οι καιροί αλλάζουν, η τήρηση και η πίστη στις θεμελιώδεις αρχές μας απαιτούν να δίνουμε νέες και καθαρές απαντήσεις στις νέες προκλήσεις. Ότι η διατήρηση και προαγωγή των ατομικών μας ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων απαιτεί συλλογική δράση και ενεργούς πολίτες. Ότι μπορεί να υπάρξει μια οικονομική πολιτική με κέντρο τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, εθνικότητας, μια αξιοπρεπής ζωή για τον εργαζόμενο και την οικογένειά του, ένα σπίτι που μπορείς να το πληρώσεις, μια ασφαλή σύνταξη που σου επιτρέπει να ζεις με αξιοπρέπεια μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, ένα σύστημα υγείας που σε στηρίζει στις δύσκολες ώρες. Βάσιμη ελπίδα ότι τα παιδιά μας θα έχουν δίκαιες ευκαιρίες να ζήσουν καλύτερα αν προσπαθήσουν αρκετά, η προοπτική για πρόοδο και προκοπή στις πιο αδύναμες και φτωχές οικογένειες.
Η προοδευτική παράταξη έχει σήμερα ένα κύριο καθήκον: την ανασύνταξη των μικρών και μεσαίων κοινωνικών τάξεων που φτωχοποιούνται και περιθωριοποιούνται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Το καθήκον αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της υπέρβασης της κρίσης, με την παραγωγή νέου πλούτου, την αύξηση και την δικαιότερη κατανομή των ωφελειών από την αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή μέσω της αύξησης των θέσεων εργασίας και της ενίσχυσης των μισθών, των κερδών και των εισοδημάτων που προέρχονται από την σκληρή αλλά αξιοπρεπή εργασία και την υγιή επιχειρηματικότητα. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που εξασφαλίζει την ανάταξη των οικογενειών της μικρομεσαίας τάξης, των «χαμένων» της κρίσης και των νέων «μη προνομιούχων».
Η πολιτική μας επιλογή είναι η δημιουργία των συνθηκών όπου οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι μοιράζονται την επιτυχία με δικαιοσύνη, η δίκαιη κατανομή των ωφελειών της οικονομικής ανάπτυξης, η δίκαιη αμοιβή του μόχθου των εργαζομένων.
Η ανάπτυξη μέσω της παραγωγής νέου πλούτου και αξίας και της δίκαιης κατανομής των ωφελειών είναι η προϋπόθεση για την πλήρη απασχόληση, αλλά όχι όπως στις κοινωνίες του 1960. Πλήρης απασχόληση σήμερα, σημαίνει μια κοινωνία στην οποία η όποια ανεργία θα έχει μικρή διάρκεια. Προϋποθέτει, όμως, μια κοινωνία ευκαιριών επαγγελματικής κινητικότητας, όπου ο καθένας έχει διαρκώς τη δυνατότητα να μαθαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου και να αποκτά νέες γνώσεις, δεξιότητες και προσόντα με τη συνδρομή της Πολιτείας. Αυτό απαιτεί μια συγκροτημένη και πολυδιάστατη πολιτική, ένα νέο σύστημα παροχής των υπηρεσιών αυτών και έναν ριζικό μετασχηματισμό των σχετικών φορέων της Πολιτείας.
Στο Κίνημα Αλλαγής επιδιώκουμε με ενεργητικό τρόπο την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την αύξηση των βιώσιμων θέσεων εργασίας στη χώρα, το δικαίωμα των εργαζομένων και την υποχρέωση των επιχειρήσεων για αξιοπρεπείς συνθήκες, όρους και αμοιβές εργασίας και τη βελτίωση των εισοδημάτων όλων των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία με βάση την παραγωγικότητά τους, την αύξηση της διεθνώς ανταγωνιστικής παραγωγής, καθώς και την ανάγκη για ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης. Για τις δυνάμεις της Προόδου, δεν εννοείται βιώσιμη οικονομία χωρίς βιώσιμους και αξιοπρεπείς μισθούς και συνθήκες εργασίας.
Στα χρόνια των Μνημονίων το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας υπέστη πλήθος παρεμβάσεων και οι εργασιακές σχέσεις έχουν υποστεί σημαντικό πλήγμα. Σε συνδυασμό με την πτώση της ζήτησης, την καθίζηση των επενδύσεων και τη συνακόλουθη μεγάλη αύξηση της ανεργίας, οι παρεμβάσεις αυτές οδήγησαν σε σημαντική μείωση των μισθών και αύξηση των μορφών όχι απλά της ευέλικτης αλλά και της επισφαλούς απασχόλησης. Στην περίοδο μετά τα Μνημόνια αυτό που απαιτείται είναι να διορθωθούν – με στενή συνεργασία των κοινωνικών εταίρων – οι ακραίες ρυθμίσεις και στρεβλώσεις που λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων.
Προτάσεις:
• Η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των θεσμών εποπτείας της αγοράς εργασίας αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητά μας, ιδιαίτερα η καταπολέμηση της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας, η οποία πλήττει τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων, αφήνει νομικά απροστάτευτους τους εργαζομένους σε πάσης φύσεως κινδύνους και ζημιώνει τις νόμιμες επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές, νοθεύοντας τον υγιή ανταγωνισμό.
• Ουσιώδης είναι η αναγκαιότητα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο ανέρχεται σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στον ευρωπαϊκό χώρο, και έχει ως συνέπεια την συρρίκνωση της πραγματικά επιτευχθείσας ανταγωνιστικότητας αλλά και του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων καθώς και τον πολλαπλασιασμό των δυσκολιών εξεύρεσης εργασίας ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού όπως είναι οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας και οι μακροχρόνια άνεργοι. Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος αποβαίνει σε βάρος τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των εργαζομένων δεδομένου, μάλιστα, του μεγάλου χάσματος ανταποδοτικότητας ανάμεσα στις καταβαλλόμενες εισφορές και τις παροχές
• Τα τελευταία χρόνια, η συμμετοχή γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξάνει, αλλά παραμένει ακόμη σε αρκετά χαμηλά επίπεδα. Η τάση αυτή πρέπει να ενισχυθεί μέσω της παροχής των αναγκαίων υποστηρικτικών υπηρεσιών από το κράτος πρόνοιας που διευκολύνουν τη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, «βοήθεια στο σπίτι», κλπ).
• Ταυτόχρονα, είναι κεφαλαιώδους σημασίας τόσο η παραμονή στο εργατικό δυναμικό ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας που σήμερα επιλέγουν την οδό της εξόδου από την αγορά εργασίας όσο και η ομαλή ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας που διευκολύνει την κοινωνική τους ενσωμάτωση με ευεργετικές μακροχρόνιες συνέπειες σε πολλούς τομείς.
• Για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει αποτελεσματικά η στρατηγική μας για την δίκαιη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη είναι απαραίτητο ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο κα το κατάλληλο πλαίσιο κοινωνικού διαλόγου. Ο διάλογος μεταξύ των Κοινωνικών Εταίρων, εργοδοτών και εργαζομένων, είναι κομβικός σε αυτήν την διαδικασία και πρέπει να διευρυνθεί και με άλλα ζητήματα, πέρα και πάνω από το στενό προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, το επίπεδο του οποίου πρέπει αφενός να αναθεωρηθεί και αφετέρου να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποκλειστικά μεταξύ των θεσμικών κοινωνικών εταίρων. Τέτοια ζητήματα είναι η συνεχής αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, η εκπαίδευση και η διασύνδεσή της με τις ανάγκες της οικονομίας και των επιχειρήσεων, η είσοδος των νέων στην αγορά εργασίας, η αποτελεσματική επίλυση των συλλογικών διαφορών.
2.6 Αναδιανομή, Δημόσια Αγαθά Και Κοινωνική Προστασία
Η αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου με στόχο την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης πρέπει να αποτελεί διαρκή επιδίωξη ενός φορέα που αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός. Ωστόσο, οι πολιτικές αναδιανομής θα πρέπει να σχεδιάζονται προσεκτικά ώστε να δημιουργούν τα κατάλληλα κίνητρα και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να εξαντλούνται ή και να στηρίζονται κυρίως, σε ευκαιριακού τύπου επιδοματικές πολιτικές που υπακούουν στη λογική του πολιτικού κύκλου ή πελατειακού χαρακτήρα. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών αυτών ως προς την επίτευξη των στόχων που τίθενται θα πρέπει να καθορίζει τις πολιτικές μας προτεραιότητες ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα στηρίξουμε όλους αυτούς που χτυπήθηκαν από την κρίση και έχουν περάσει στο περιθώριο ή όσους στο μέλλον βρεθούν να έχουν ανάγκη στήριξης.
Σημαντικοί πυλώνες αυτών των πολιτικών αποτελούν η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική προστασία. Η οικονομική κρίση έχει αυξήσει τις ανάγκες και έχει μειώσει τους διαθέσιμους πόρους για την άσκηση πολιτικής στα πεδία αυτά με αποτέλεσμα την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, της φτώχειας και στην υποβάθμιση των δημόσιων υποδομών. Η κρίση όξυνε τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα το οποίο χαρακτηρίσθηκε ιστορικά από δυσανάλογα υψηλές δημόσιες δαπάνες σε σχέση με τα οφέλη που απολαμβάνουν οι πολίτες. Η πολυδιάσπαση, η απουσία κεντρικού σχεδιασμού και εποπτείας, η πελατειακή λογική και η δημιουργία ελλειμμάτων που επιβάρυναν το δημόσιο προϋπολογισμό καθώς και η αδυναμία ανάδειξης της αναπτυξιακής διάστασης της των δημοσίων αγαθών αποτελούν κεντρικά προβλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο το κράτος μπορεί να είναι πάροχος αλλά όχι αναγκαστικά και παραγωγός των δημοσίων αγαθών, αν αυτά μπορούν να παραχθούν περισσότερο αποτελεσματικά μέσω συμπράξεων με τον ιδιωτικό και τον κοινωνικό τομέα.
2.6 Οικονομία Και Δικαιοσύνη
Η εμπιστοσύνη στην ανεξάρτητη λειτουργία της δικαιοσύνης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς. Όμως, πέρα από την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, είναι αναγκαία και η ταχεία απονομή της.
Η επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης έχει ιδιαίτερη σημασία στον οικονομικό τομέα. Η αργοπορία στην εκδίκαση οικονομικών υποθέσεων είναι ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για τη λήψη αποφάσεων από χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που στη διάρκεια της κρίσης προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, για να επιλύσουν οικονομικές διαφορές απολύτως κρίσιμες για τη βιωσιμότητα και το μέλλον τους. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση οικονομικών διαφορών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα και στην απόφαση για την υλοποίηση επενδύσεων από ξένους επενδυτές, που είναι απολύτως απαραίτητες για την ανάπτυξη και την έξοδο της χώρας από την κρίση, δεδομένης της καθίζησης της εσωτερικής αποταμίευσης.
Επομένως, το Κίνημα Αλλαγής θα δώσει προτεραιότητα σε πρωτοβουλίες που επιταχύνουν την επίλυση των διαφορών και διευκολύνουν το έργο της απονομής δικαιοσύνης (π.χ. διαμεσολάβηση, εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, ευρύτερη εφαρμογή νέων τεχνολογιών στο χώρο της δικαιοσύνης, εφαρμογή μέτρων επιτάχυνσης των δικαστικών διαδικασιών).
2.8 Νέες Τεχνολογίες / Έρευνα Και Τεχνολογική Ανάπτυξη
Η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται υπό την επίδραση της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η οποία θα επηρεάσει καθοριστικά τις παραδοσιακές παραγωγικές σχέσεις κυρίως μέσω της εκτεταμένης χρήσης της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης σε διαδικασίες που παραδοσιακά ήταν εντάσεως εργασίας. Παρότι μακροχρόνια, η εργασία θα στραφεί σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, βραχυχρόνια οι τεχνολογικές αλλαγές είναι πολύ πιθανό να προκαλέσουν αύξηση της ανεργίας.
Σε μία χώρα με ήδη υψηλό ποσοστό ανεργίας, όπως η Ελλάδα, υπάρχει πάντα ο πειρασμός να καθυστερήσει η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών λόγω ακριβώς των πρόσκαιρων και βραχυχρόνιων αρνητικών συνεπειών που αυτές θα επιφέρουν. Αυτό όμως θα είναι σοβαρό σφάλμα διότι μπορεί να θέσει την Ελλάδα στο περιθώριο των διεθνών οικονομικών εξελίξεων και να την παγιδεύσει στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Κοινό χαρακτηριστικό των αναπτυγμένων – και όχι μόνο – οικονομιών που πέτυχαν ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη κατά τη μεταπολεμική περίοδο είναι ότι επένδυσαν σημαντικούς πόρους στην έρευνα και στην τεχνολογική ανάπτυξη. Στην Ελλάδα είναι χαμηλή η σχετική δαπάνη των ελληνικών επιχειρήσεων ενώ την ίδια στιγμή η δημόσια δαπάνη, σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούμενη από κοινοτικούς πόρους, δεν υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ. Ο κύριος λόγος για τη χαμηλή σχετική δαπάνη των ελληνικών επιχειρήσεων μπορεί να αναζητηθεί μεταξύ άλλων στο μικρό τους μέγεθος – σχετικές πρωτοβουλίες αναλαμβάνουν συνήθως επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους.
Την ίδια στιγμή παρότι είναι σχετικά μεγάλος ο αριθμός επιστημονικών δημοσιεύσεων υψηλού κύρους, είναι πολύ μικρός ο αριθμός διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που προκύπτουν από αυτές. Σε μεγάλο βαθμό αυτό μπορεί να αποδοθεί στην ανυπαρξία ισχυρών δεσμών των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων με τον επιχειρηματικό/ιδιωτικό τομέα. Το σκηνικό συμπληρώνεται από το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» (brain drain), καθώς επίσης και του μεγάλου αριθμού ατόμων πολύ υψηλών προσόντων που βρίσκεται σε κατάσταση ανεργίας ή υποαπασχόλησης.
Με βάση τα παραπάνω, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι για την ανάσχεση αυτών των τάσεων είναι αναγκαία η στενότερη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων και ερευνητών που απασχολούνται σε πανεπιστήμια και σε ερευνητικά κέντρα.
Προτάσεις:
• Να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις για την απασχόληση ερευνητικού προσωπικού (π.χ. επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) και για δαπάνες ερευνητικού χαρακτήρα (π.χ. επιταχυνόμενες αποσβέσεις).
• Προτεραιότητα και κίνητρα για πολιτικές προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Λόγω των παραγόντων που αναφέρθηκαν παραπάνω και του σχετικά χαμηλού κόστους εργασίας, στην παρούσα συγκυρία η χώρα μας δείχνει να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων σε τομείς υψηλής έντασης ερευνητικού δυναμικού και σχετικά χαμηλής έντασης κεφαλαίου (π.χ. κλινικές δοκιμές ή έλεγχος ποιότητας προϊόντων). Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να επιτευχθεί και ανάσχεση της διαρροής εγκεφάλων αλλά και επιστροφή επιστημόνων που μετανάστευσαν πρόσφατα από τη χώρα μας.
3. ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
· Η χώρα μας δεν πρέπει να ζήσει ξανά το δημοσιονομικό εκτροχιασμό του πρόσφατου παρελθόντος, οι συνέπειες του οποίου υπονόμευσαν και υπονομεύουν ότι μόνο την ποιότητα της ζωής των πολιτών και την κοινωνική συνοχή, αλλά και την ίδια τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό χάρτη. Συνεπώς, όλες οι κρατικές πολιτικές πρέπει να σχεδιάζονται προσεκτικά με γνώμονα το μακροπρόθεσμο συμφέρον της πατρίδας μας και όχι τη φάση του πολιτικού κύκλου.
· Η παραγωγική ανασυγκρότηση αποτελεί την μοναδική αξιόπιστη απάντηση στην κρίση αλλά ταυτόχρονα όρο επιβίωσης του έθνους μας και προϋπόθεση βιώσιμης και αυξανόμενης ευημερίας. Το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας πρέπει να βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, μέσω της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
· Η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι το μέσο για την επίτευξη των στόχων μας, δηλαδή την εκ νέου ανάταξη του εισοδηματικού επιπέδου και την ευημερία της μικρομεσαίας τάξης με οικονομικά βιώσιμο τρόπο, την αύξηση των ευκαιριών κοινωνικής προόδου και των προοπτικών για τους νέους, την κοινωνική δικαιοσύνη, την προστασία και υποστήριξη των αδυνάμων. Την ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας, την ισχυροποίηση της χώρας μας στο γεωπολιτικό της περιβάλλον, την αποκατάσταση της εθνικής υπερηφάνειας, της εθνικής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας μας, στο πλαίσιο που διαμορφώνεται από τη συμμετοχή μας στην ΕΕ αλλά και των συνθηκών που αντιμετωπίζουμε στο ζήτημα της εθνικής ασφάλειας.
· Η παραγωγική ανασυγκρότηση για να οδηγήσει σε ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη προϋποθέτει τον προσδιορισμό των βασικών αρχών ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Στο πλαίσιο αυτό, προοδευτικές είναι εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την ευημερία του λαού μας συνολικά με δικαιότερη κατανομή και αναδιανομή του παραγόμενου νέου πλούτου, ενώ συγκρούονται με εκείνους που καταχρηστικά «ιδιοποιούνται» πόρους που δεν τους αντιστοιχούν.
· Σύμμαχοι μας στην προσπάθεια αυτή πρέπει να είναι τα δυναμικά και ανερχόμενα τμήματα του πληθυσμού της χώρας που είναι πρόθυμα να καινοτομήσουν, να παράγουν και να δημιουργήσουν.
· Παράλληλα, πρέπει να εξορθολογισθούν αλλά και να ενδυναμωθούν οι βασικές λειτουργίες του Κράτους Πρόνοιας (παιδεία, υγεία κοινωνική προστασία) ώστε να υπάρχει επαρκής προστασία των πληττομένων, κατά τη διάρκεια αναμόρφωσης του παραγωγικού προτύπου, κοινωνικών ομάδων.
· Εκτός της παροχής δημοσίων αγαθών προς τους πολίτες το κράτος πρέπει να διατηρήσει τον εποπτικό και ρυθμιστικό του ρόλο στην οικονομία, ενώ οι αγορές πρέπει να αφεθούν να λειτουργήσουν ελεύθερα, χωρίς στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και ολιγοπωλιακές πρακτικές.
· Οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και το επιχειρείν.
· Κομβικής σημασίας για την έξοδο από την κρίση και τη μείωση της ανεργίας είναι η αύξηση της αποταμίευσης και των επενδύσεων. Θετικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να παίξει η επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, η χρήση όλων των διαθέσιμων πόρων χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, κοινοτικούς πόρους και νέους χρηματοδοτικούς θεσμούς.
· Η ταχεία μείωση της ανεργίας πρέπει να συμπορευτεί με την αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού μας και τον τεχνολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας που είναι αναγκαίος για να βελτιώσει η χώρα μας τη θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.